Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Λεξιλόγιο για το αδίδακτο κείμενο_Γ΄ΛΥΚΕΙΟΥ





ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
για το μάθημα του αδίδακτου κειμένου
ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ






















ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

Το Λεξιλόγιο αυτό, χωρίς να έχει αξιώσεις πληρότητας και αυστηρής επιστημονικότητας ως προς την καταγραφή του σημασιολογικού εύρους των λέξεων και τις ετυμολογικές του πληροφορίες, έχει ως στόχο να προσφέρει βοήθεια στο μάθημα του αδίδακτου κειμένου των Αρχαίων Ελληνικών στη Β' και Γ' Λυκείου.
Στο Λεξιλόγιο συμπεριλαμβάνονται ως λήμματα λέξεις που εμφανίζονται με αυξημένη συχνότητα στην αττική πεζογραφία της κλασικής εποχής.
Για κάθε λέξη-λήμμα δίνονται οι βασικές σημασιολογικές πληροφορίες που κατατάσσονται είτε με βάση τη σημασιολογική εξέλιξη της λέξης, είτε - κυρίως στην περίπτωση των ρημάτων- με βάση τις μορφολογικές και σημασιολογικές κατηγορίες των ρηματικών παρεπομένων (φωνή, διάθεση, σύνταξη κ.τ.λ.). Συνώνυμα (Συνών.) και αντίθετα (Αντιθ.) στα αρχαία ελληνικά δίνονται μόνο στις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις συνωνυμίας ή αντωνυμίας. Το ίδιο ισχύει και για την Ετυμολογία (Ετυμ.), η οποία δίνει είτε κάποιες πληροφορίες για την προέλευση της λέξης-λήμματος είτε το θέμα (ή τα θέματα) με τα οποία εμφανίζεται η λέξη, κυρίως οι ρηματικοί τύποι.
Οι λέξεις-λήμματα δίνονται με πλάγια, έντονα και υπογραμμισμένα τυπογραφικά στοιχεία, ενώ με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία δίνονται τα συνώνυμα και τα αντίθετα στα αρχαία ελληνικά καθώς και οι ετυμολογικές πληροφορίες.
Είναι αυτονόητο ότι το Λεξιλόγιο είναι καλό να χρησιμοποιηθεί από το μαθητή παράλληλα με το Λεξικό Ανωμάλων Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής και ένα καλό Λεξικό της  Αρχαίας Ελληνικής.




                                                                                     

Α

ἁβρὸς
λεπτός, κομψός, ωραίος / μαλθακός, λεπτεπίλεπτος / χαριτωμένος, ευχάριστος / πολυτελής λαμπρός μεγαλοπρεπής
ἀγαθὸς
Αντ.: κακός
α. (για πρόσωπα) γενναίος, ευγενής, ενάρετος
β. (για πράγματα) χρήσιμος, ωφέλιμος
ἄγαμαι
τινά: θαυμάζω / τινί: εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι / περί τινος: φθονώ, αγανακτώ, οργίζομαι
ἄγαν (επιρ.)
πάρα πολύ, υπερβολικά πολύ
ἀγαπάω-ῶ
Συν.: φιλέω-ῶ
α. (για πρόσωπα) τινά: αγαπώ, περιποιούμαι, φροντίζω κάποιον β. (για πράγματα) τινί: αρκούμαι σε κάτι, είμαι ικανοποιημένος με κάτι / γ. (με απαρ.) συνηθίζω να ...
ἀγνώς -ῶτος (ὁ, ἡ)
αγνοούμενος, άγνωστος / αφανής / ανίδεος
ἅγος-ους
το μίασμα, η ενοχή, η κατάρα / επικατάρατος / η απαιτούμενη για τον εξαγνισμό θυσία
ἄγχιἀγχοῦ
κοντά
ἄγω
Ι. (ενεργ.) α. τινά: οδηγώ, μεταφέρω / (αττ. δικαν. όρος) εἰς δίκην / εἰς δικαστήριον / ἐπὶ τοὺς δικαστὰς: καταγγέλω κάποιον στο δικαστήριο / β. (με επιρ. π.χ. καλῶς, κακῶς και αιτιατ.) ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ / γ. (φρ.) ἑορτήν: γιορτάζω / δ. εἰρήνην / σπονδάς: ζω ειρηνικά / εφαρμόζοντας τις συνθήκες / ε. βίον: ζω
ΙΙ. (μέσο) α. τι: αποκομίζω, παίρνω για τον εαυτό μου / β. γυναῖκα: παντρεύομαι
γ. τι εἰς χεῖρας: παίρνω κάτι στα χέρια μου, αναλαμβάνω κάτι, επιχειρώ
ἀγών -ῶνος
συγκέντρωση, τόπος συγκέντρωσης / συναγωνισμός, άμιλλα / προσπάθεια, δοκιμασία / δίκη, δικαστικός αγώνας
ἄδεια
Ετυμ.: < ἀδεής < + δέος
απαλλαγή από φόβο, αφοβία, ασφάλεια
ἆθλον -ου
έπαθλο, δώρο, ανταμοιβή
ἄθυμος -ος -ον
λιπόψυχος, δειλός / αποθαρρημένος, στεναχωρημένος
αἰδέομαι -οῦμαι
α. (αμτβ.) ντρέπομαι / β. τινά: σέβομαι, φοβάμαι κάποιον / γ. (με απαρ.) ντρέπομαι, φοβάμαι κάποιον / δ. (αττ. δικαν. όρος) αισθάνομαι οίκτο, συγχωρώ
αἰνέω -ῶ
επαινώ, επιδοκιμάζω / επιτρέπω, συνιστώ
αἵρεσις -εως
α. (< αἱρέω-ῶ) κατάληψη, κατάκτηση (κυρίως πόλης) / β. (< αἱροῦμαι= εκλέγομαι) εκλογή· / (φρ.) αἵρεσιν διδόναι: παροχή δικαιώματος εκλογής / αἵρεσιν λαμβάνειν: κατάκτηση δικαιώματος εκλογής
αἱρέω-ῶ
Ι. (ενεργ.) α. πιάνω με το χέρι μου, αφαιρώ, αποκομίζω / β. παίρνω κάτι υπό την εξουσία μου / κυριεύω / κατακτώ / γ. (αττ. δικαν. όρος) αποδεικνύω κάποιον ένοχο για κάποια κατηγορία, οδηγώ κάποιον σε καταδίκη / (φρ.) αἱρεῖν δίκην γραφήν: κερδίζω μια δίκη
αἱροῦμαι
ΙΙ. (μέσο) παίρνω για τον εαυτό μου / προτιμώ / εκλέγω
ΙΙΙ. (παθητ.) προτιμιέμαι / εκλέγομαι
αἴρω
Ι. (ενεργ.) σηκώνω, υψώνω, μεταφέρω / (φρ.) αἴρειν σημεῖον: υψώνω σημαία / αἴρειν ναῦς: το άνοιγμα των πλοίων στο πέλαγος (αμετάβ.) αναχωρώ
ΙΙ. (μέσο) α. σηκώνω, υψώνω για τον εαυτό μου / αποκομίζω, αποκτώ, κερδίζω
β. επωμίζομαι, αναλαμβάνω / (φρ.) αἴρομαι πόλεμον: αρχίζω πόλεμο
ΙΙΙ. (παθητ.) ανυψώνομαι, ανεβαίνω
αἰσχρός -ά -όν
α. αυτός που προκαλεί ντροπή, ο επονείδιστος / β. άσχημος, ανάπηρος· (αντιθ.) καλός γ. κακοήθης, επαίσχυντος, απρεπής, φαύλος
αἰτέω -ῶ
Ι. (ενεργ.) α. (με αιτιατ.) ζητώ, εκλιπαρώ, αξιώνω να πάρω κάτι / β. τινά τι: παρακαλώ κάποιον για κάτι
ΙΙ. (μέσο) ζητώ κάτι για τον εαυτό μου, για προσωπικό σκοπό
ΙΙΙ. (παθητ.) κάποιος άλλος ζητά κάτι από μένα
αἰτία
α. αιτία, λόγος, αφορμή για κάτι, ευκαιρία / β. μομφή, κατηγορία, ψόγος, σφάλμα, ενοχή
(φρ.) αἰτίαν ἔχειν ὑπέχειν: κατηγορούμαι, είμαι κατηγορούμενος / (φρ.) ἐν αἰτίᾳ ἔχειν τινά: θεωρώ κάποιον ένοχο· (συνων.) αἰτιῶμαι τινά (αποθ.) / (φρ.) τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί: αποδίδω το σφάλμα σε κάποιον / (φρ.) ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίας: απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία, αθωώνω
ἀκούω
α. (με γεν.) ακούω, προσέχω (για άμεση αντίληψη) / β. (με αιτιατ.) ακούω, προσέχω (για έμμεση αντίληψη) / γ. (με απαρέμφατο) ακούω, προσέχω (για φήμη, διάδοση, πληροφορία από τρίτους)
ἄκων -ουσα -ον
ο χωρίς τη θέληση κάποιου
ἀλκὴ -ῆς
σωματική δύναμη, δύναμη, ισχύς
ἄλλος -η -ο
κάποιος άλλος, διαφορετικός / ὁ ἄλλος: ο υπόλοιπος
ἀλλότριος -ία -ιον
αυτός που ανήκει σε κάποιον άλλο / ξένος, αλλοδαπός / παράξενος / (αντιθ.) ἴδιος
ἁμαρτάνω
α. (με γεν.) αποτυγχάνω, αστοχώ / στερούμαι, χάνω κάτι / β. (απολ.) αποτυγχάνω, σφάλλω
ἀμείβω
Ι. (ενεργ.) αλλάζω, ανταλλάζω
ΙΙ. (μέσο) κάνω κάτι διαδοχικά, αποκρίνομαι, απαντώ / ανταποδίδω εκδικούμαι
ἀμύνω
Ι. (ενεργ.) α. κρατώ μακριά, απομακρύνω, απωθώ / β. υπερασπίζομαι, μάχομαι υπέρ κάποιου, βοηθώ
ΙΙ. (μέσο) κρατώ κάποιον μακριά μου υπερασπίζομαι τον εαυτό μου / εκδικούμαι / ανταποδίδω, τιμωρώ
ἀνάγκη
εξαναγκασμός, βία / πόνος, κακουχία
ἀναγορεύω
Ι. (ενεργ.) φωνάζω δυνατά / ανακηρύσσω δημόσια
ΙΙ. (παθητ.) ανακηρύσσομαι, ονομάζομαι
ἀνάγω
οδηγώ επάνω / (φρ.) ἀνάγω ναῦν: οδηγώ το πλοίο από το λιμάνι στ' ανοιχτά / επαναφέρω
ἀναιρέω -ῶ
α. αποκομίζω (για βραβεία) / β. εξαφανίζω, καταστρέφω (συν. ἐκποδῶν ποιοῦμαι) / γ. καταργώ (για νόμους και έθιμα) / δ. υποδεικνύω, χρησμοδοτώ, δίνω απάντηση (για μαντεία)
ἀνακαλέω -ῶ
α. καλώ, προσκαλώ κατ' επανάληψη / β. καλώ στο δικαστήριο / γ. φωνάζω κάποιον ονομαστικά / δ. ανακαλώ κάποιον από την εξορία
ἀνακρούω
Ι. (ενεργ.) σπρώχνω προς τα πίσω, σταματώ αναχαιτίζω
ΙΙ. (παθητ.) (φρ.) ἀνακρούομαι πρύμνην: οπισθοχωρώ με την πρύμνη, ώστε το έμβολο να εξακολουθεί να είναι στραμμένο προς τους εχθρούς
ἀναφαίνω
Ι. (ενεργ.) κάνω κάτι να φανεί, φανερώνω, γεννώ, παράγω
ΙΙ. (παθητ.) έχω φανερωθεί, είμαι φανερός
ἀνδρεῖος -α -ον
ο ανδρικός / τὸ ἀνδρεῖον: η γενναιότητα
ἀνήκεστος
Ετυμ.: < + ἀκέομαι (= θεραπεύω)
α. αθεράπευτος / (φρ.) ἀνήκεστα ποιεῖν τινά: προξενώ ανεπανόρθωτο / (φρ.) ἀνήκεστα πάσχειν ὑπό τινος: υφίσταμαι ολοκληρωτική καταστροφή / β.  (με ενεργ. σημ.) ολέθριος, θανατηφόρος / (φρ.) ἀνηκέστως διατιθέναι: συμπεριφέρομαι με σκληρότητα σε κάποιον
ἀνίημι
Ι. στέλνω πάνω / παράγω / στέλνω πίσω / ἀνιέναι τινί: εξαπολύω κάποιον εναντίον κάποιου / ωθώ, εξεγείρω κάποιον / αφήνω κάποιον μόνο του, εγκαταλείπω κάποιον
ΙΙ. (μέσο) χαλαρώνω, λύνω, απολύω
ΙΙΙ. (παθητ.) πηγαίνω ελεύθερος
ἀνίστημι
Ι. (ενεργ.) α. στήνω κάποιον όρθιο, κάνω κάποιον να σηκωθεί, ξυπνάω / β. ξεσηκώνω για δράση, προκαλώ επανάσταση, πόλεμο / γ. κάνω τους ανθρώπους να μεταναστεύσουν
ΙΙ. (παθητ.) α. στέκομαι όρθιος, σηκώνομαι, ετοιμάζομαι για δράση / β. ἀνίσταμαί τινι: σηκώνομαι για να επιτεθώ σε κάποιον / γ. σηκώνομαι από τη θέση μου σε ένδειξη σεβασμού
ἀντικρύ (ή ἄντικρυς)
α. απέναντι, εντελώς αντίθετα / κατευθείαν, ίσια / β. ολοκληρωτικά, απροκάλυπτα, φανερά / γ. αμέσως, ευθύς
ἀντιλαμβάνω
Ι. (ενεργ.) παίρνω κάτι ως αντάλλαγμα
ΙΙ. (μέσο) ἀντιλαμβάνομαι τινός: α. κρατιέμαι από κάτι / β. παίρνω το μέρος κάποιου, βοηθώ κάποιον / γ. προβάλλω αξιώσεις για κάτι / δ. παίρνω μέρος, συμμετέχω σε κάτι / ε. κατανοώ, καταλαβαίνω
ἀντιλογία
λογομαχία, συζήτηση, ένσταση, αντίθεση, εναντίωση
ἀντίπαλος
α. ανταγωνιστής / υπερασπιστής, υπέρμαχος / β. ισόπαλος, σχεδόν ίσος, αντίστοιχος
ἀντιποιέω -ῶ
Ι. (ενεργ.) κάνω κάτι σε ανταπόδοση, ανταποδίδω
ΙΙ. (μέσο) έχω αξιώσεις σε κάτι, διεκδικώ κάτι
ἀξιόω -ῶ
Ι. α. τινά τινός: θεωρώ κάποιον άξιο για κάτι / β. εκτιμώ, τιμώ / (με απαρ.) α. θεωρώ κάποιον άξιο να είναι ή να κάνει κάτι / β. θεωρώ σωστό, δίκαιο να γίνει κάτι / γ. θεωρώ σωστό, δίκαιο να κάνω ο ίδιος κάτι / δ. νομίζω, υποθέτω κάτι
ἀπαγορεύω
α. δεν επιτρέπω, απαγορεύω, αποτρέπω, μεταπείθω / β. (αμτβ.) αποχαιρετίζω, απαρνούμαι / γ. (με κατηγ. μτχ) εγκαταλείπω, σταματώ να κάνω κάτι
ἀπαίρω
α. σηκώνω και απομακρύνω, μεταφέρω, αφαιρώ / β. οδηγώ μακριά / αποπλέω, απέρχομαι /
γ. (με γενική στη φρ.) ἀπαίρειν χθονός: αναχωρώ από τη χώρα
ἀπείργω
α. κρατώ μακριά, αποκλείω από..., εμποδίζω να πλησιάσει, κρατώ πίσω / β. διαχωρίζω, ορίζω, περιβάλλω ως όριο, περιορίζω
ἀπελαύνω
Ι. (ενεργ.) α. αποδιώχνω, αποβάλλω, εξορίζω, εξωθώ / β. (φρ.) ἀπελαύνειν στρατόν: απομακρύνω το στρατό, πορεύομαι, αναχωρώ
ΙΙ. (παθητ.) διώχνομαι μακριά, αποκλείομαι από κάποιο πράγμα
ἄπιστος
α. αυτός που κάποιος δεν εμπιστεύεται, αναξιόπιστος / β. (για πράγματα) απίστευτος, μη πιστευτός / γ. (ενεργ.) δύσπιστος / ανυπάκουος
ἀπογιγνώσκω
α. (με γεν.) εγκαταλείπω σχέδιο ή απόφαση να κάνω κάτι  / β. απελπίζομαι, βρίσκομαι σε απόγνωση / γ. (με αιτ.) εγκαταλείπω κάτι ως άχρηστο / δ. (αττ. δικαν. όρος) απορρίπτω διατυπωμένη κατηγορία, αθωώνω
ἀπογράφω
Ι. (ενεργ.) καταγράφω σε κατάλογο, καταγράφω
ΙΙ. (μέσο) καταχωρίζω κάτι για προσωπική μου χρήση
α. (αττ. δικαν. όρος) ἀπογράφειν τινά: παραδίδω αντίγραφο της κατηγορίας κάποιου / κάνω κατάλογο της περιουσίας του / β. κάνω καταγραφή της περιουσίας
ἀποθνήσκω
σκοτώνομαι (παθητικό του ἀποκτείνω)
ἀπόλλυμι (ή ἀπολλύω)
α. καταστρέφω, σκοτώνω, σφάζω / κατεδαφίζω, ερημώνω, αφανίζω / β. χάνω κάτι εντελώς
ἀπορέω-ῶ
α. (με πλάγια ερώτ. ή απαρ.) δεν έχω πέρασμα, διέξοδο, βρίσκομαι σε αδιέξοδο, σε αμηχανία, δεν ξέρω τι να κάνω / β. (με γενική) μου λείπει κάτι, στερούμαι κάτι / γ. (με δοτική) βρίσκομαι σε αδιέξοδο, αμηχανία εξαιτίας κάποιου
ἀποφαίνω
Ι. (ενεργ.) α. αναδεικνύω, επιδεικνύω, αποδεικνύω με το λόγο / διακηρύσσω / αποδεικνύω με λογικά επιχειρήματα / β. (συνων. ἀποδείκνυμι) καθιστώ κάποιον τέτοιον
ΙΙ. (μέσο) δείχνω τον εαυτό μου, αποδεικνύομαι / (φρ.) ἀποφαίνομαι γνώμην: εκφράζω, διατυπώνω τη γνώμη, άποψή μου
ΙΙΙ. (παθητικό) α. διακηρύσσομαι, αποδεικνύομαι ως τέτοιος / β. έρχομαι στο φως, κάνω την εμφάνισή μου
ἀποψηφίζομαι
α. (αποθετικό, με αιτιατ. προσώπου): δίνω αρνητική ψήφο, απορρίπτω / β. (με αιτιατ. πράγματος) ἀποψηφίζομαι γραφήν: ψηφίζω ενανίον της αποδοχής καταγγελίας / ἀποψηφίζομαι νόμον: απορρίπτω νόμο / ἀποψηφίζομαι αἰτίαν τινός: απαλλάσσω κάποιον, αθωώνω από την κατηγορία / γ. (μὴ +  απρμφ.) αποφασίζω να μη... / δεν εγκρίνω να... /
δ. (απόλ.) αθωώνω
ἀράομαι-ωμαι
α. προσεύχομαι, παρακαλώ το Θεό να γίνει κάτι / β. εύχομαι κάτι για κάποιον (συνήθως κακό), καταριέμαι να / γ. ἀρῶμαι ἀράς τινί: ξεστομίζω κατάρες εναντίον κάποιου
ἀρέσκω
α. (με αιτιατ. προσώπου) ικανοποιώ, εξευμενίζω , εξασφαλίζω την εύνοια κάποιου / β. (με δοτ. προσώπου) είμαι ευχάριστος σε κάποιον, ευχαριστώ, ευφραίνω, κολακεύω κάποιον / (φρ.) ἀρέσκω τρόποις τινός: συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι στο χαρακτήρα κάποιου / γ. (απρόσωπο + απρμφ.) είναι αρεστό να...
ἀρετή
α. αγαθότητα, καλοσύνη / υπεροχή, τελειότητα κάθε είδους / β. ανδρεία, παλληκαριά, γενναιότητα / γ. αρετή (με το σημερινό περιεχόμενο)
ἄρτι (επίρ.)
πριν από λίγο, ακριβώς τώρα / ευθύς, αμέσως
ἄρχω
Ι. (ενεργητικό και μέσο) α. (με γεν., προκειμένου για χρόνο) κάνω αρχή, αρχίζω κάτι
β. (με απρμφ.) ἄρχω οἰκοδομεῖν: αρχίζω να χτίζω / (με κατηγ. μτχ.) ἄρχω λέγων: αρχίζω την ομιλία μου / γ. (με γεν., προκειμένου για τοπική θέση ή σχέση) κυβερνώ, είμαι αρχηγός, διοικώ / (με δοτ. σπάνια) ἀνδράσιν ἄρχειν
ΙΙ. (παθητικό) ἄρχομαι ὑπό τινος: εξουσιάζομαι, διοικούμαι, άρχομαι από κάποιον
ἀστρατεία
α. απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία / β. αποφυγή στρατιωτική θητείας, λιποταξία
(φρ.) φεύγω γραφήν ἀστρατείας: κατηγορούμαι για λιποταξία / (φρ.) ἀστρατείας ἁλίσκομαι: καταδικάζομαι για λιποταξία
ἀστυγείτων-ονος
α. αυτός που γειτονεύει με πόλη, πλησιόχωρος, συνοριακός / β. (ως ουσιαστ.) γείτονας
ἀσχημονέω-ῶ
φέρομαι, συμπεριφέρομαι άπρεπα, άσεμνα / ενεργώ κατά τρόπο αισχρό
ἀτελής-ές
α. αυτός που δεν συντελέστηκε, αποπερατώθηκε / άγουρος / β. αυτός που δε φέρνει αποτέλεσμα / μάταιος / γ. (ενεργ.) αυτός που δεν ολοκληρώνει, αποπερατώνει κάτι
δ. (αττ. όρος) ο απαλλαγμένο από φόρους του Δημοσίου ή εισφορές
ἀτεχνῶς (επίρρ.)
α. χωρίς τέχνη ή δεξιότητα, χονδροειδώς / β. πράγματι, απολύτως, ολοκληρωτικά, εντελώς
ἀτιμία
α. αίσχος, ντροπή, καταισχύνη / β. (αττ. όρος) στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων
αὐτοβοεί (επίρρ.)
με τον πρώτο αλλαλαγμό, συγχρόνως / (φρ.) αὐτοβοεί ἑλεῖν: κυριεύω χωρίς αντίσταση, αμέσως
αὐτοκράτωρ-ορος
α. (για πρόσωπα ή πόλεις) ελεύθερος, ανεξάρτητος / β. (για πρέσβεις ή άρχοντες) αυτός που έχει απόλυτη, απεριόριστη εξουσία
αὐτόχθων-ονος
ντόπιος
ἀφίημι
α. αφήνω, στέλνω, αποστέλλω, απολύω, στέλνω για εκστρατεία / αποπέμπω, διώχνω, απορρίπτω, αποβάλλω, πετώ / β. αφήνω να φύγει, αφήνω ελεύθερο, απαλλάσσω από την κατηγορία / (φρ.) ἀφιέναι τινά: αθωώνω / γ. διαλύω, απολύω (για στρατό, εκκλησία κ.λ.π.)
δ. σταματώ, τα παρατάω, παραμελώ, παραλείπω, αφήνω κάποιον ήσυχο, αφήνω, επιτρέπω να κάνει κάποιος κάτι, να γίνει κάτι
ἀφίστημι
Ι. (ενεργητικό) α. απομακρύνω, αποχωρίζω, παραμερίζω, εμποδίζω, ματαιώνω / β. κάνω επανάσταση, στασιάζω, επαναστατώ
ΙΙ. (μέσο και παθητικό) α. στέκομαι μακριά, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι, απέχω / (φρ.) ἀφίσταμαι πραγμάτων: αποσύρομαι από κάθε επιχείρηση / (φρ.) ἀφίσταμαι ἀπό τινος: αποστατώ από κάποιον
ἄχθος (τὸ)
α. βάρος, φορτίο / β. φορτίο θλίψης, θλίψη, λύπη, στενοχώρια, δυσαρέσκεια, ενόχληση
ἄχρι (πρόθεση καταχρ.)
(με γεν.) μέχρι, έως, μέχρις ότου

  

Β

βάλλω
ρίχνω, εξακοντίζω / χτυπώ, πλήττω
βάσανος (ἡ)
α. η λυδία λίθος για εξασφάλιση της γνησιότητας του χρυσού / έλεγχος, δοκιμή / β. εξέταση, ανάκριση (ιδιαίτερα με βασανιστήρια)
βλάβη
α. ζημία, φθορά / β. (αττ. δικαν. όρος) βλάβης δίκη: αγωγή για τη ζημία που προκάλεσε κάποιος
βουλεύω
Ι. (ενεργ.) συσκέπτομαι, σκέφτομαι, έχω σκεφτεί, αποφασίζω
ΙΙ. (μέσο) συσκέπτομαι με τον εαυτό μου, καταλήγω σε απόφαση, αποφασίζω
ΙΙΙ. (παθητ.) είμαι μέλος της Βουλής / δίνω συμβουλή
βούλομαι
θέλω, επιθυμώ, έχω κατά νου / προτιμώ
βραχύς -εῖα -ύ
α. μικρός, λίγος / β. (φρ.) βραχύ: λίγο, για λίγο χρόνο / κατά βραχύ: λίγο-λίγο / ἐν βραχεῖ: μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, σε λίγο χρόνο / διὰ βραχέων: με λίγες λέξεις, σύντομα /
διὰ βραχυτάτων (ή ἐν βραχυτάτοις): με ελάχιστες λέξεις


Γ

γιγνώσκω
α. αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι, διαπιστώνω / β. είναι ενήμερος, καταλαβαίνω, κατανοώ κάτι / γ. εξετάζω, παρατηρώ, σχηματίζω γνώμη, άποψη για κάτι / αποφασίζω
γνώμη
σκέψη, νους, κρίση / βούληση, άποψη / απόφαση / βούλευμα, ψήφισμα
γραφή
εικόνα / η γραφή, το να γράφει κανείς / (αττ. δικαν. όρος) μήνυση, έγγραφη καταγγελία για δημόσιο αδίκημα (αντιθ.: δίκη: ιδιωτική καταγγελία)
γράφω
Ι. (ενεργ.) α. χαράζω / ζωγραφίζω / γράφω επιγραφή / γράφω / β. καταγράφω, θεωρώ / (φρ.) γράφω τινά αἴτιον: θεωρώ κάποιον αίτιο / γ. καταγράφω νόμο για να τον προτείνω / προτείνω, προβάλλω
ΙΙ. (μέσο)(αττ. δικαν. όρος) γράφομαι τινὰ τινός: καταγγέλλω κάποιον εγγράφως για κάποιο αδίκημα / οἱ γραψάμενοι: οι ενάγοντες, οι μηνυτές / γράφομαί τι: καταγγέλλω κάποια πράξη ως παράνομη
ΙΙΙ. (παθητ.) καταγγέλλομαι


Δ

δείδω
Ο ενεστώτας εύχρηστος μόνο στο α' ενικό. Υποκαθίσταται από το δέδοικα δέδια (παρακείμενος με σημασία ενεστώτα) α. είμαι περίφοβος, φοβάμαι μήπως ... / β. (με απρμφ.) φοβάμαι να κάνω κάτι / τὸ δεδιός: ο φόβος, το δέος
δείκνυμι και δεικνύω
Ι. (ενεργ.) α. δείχνω, επιδεικνύω, υποδεικνύω / β. φέρνω στο φως, φανερώνω
ΙΙ. (μέσο) α. κάνω γνωστό, εκθέτω, διηγούμαι, εξηγώ, διδάσκω / β. αποδεικνύω
γ. (αττ. δικαν. όρος, προκειμένου για κατήγορο) καταγγέλλω
δεινός-ή-όν
α. φοβερός, τρομερός, φρικτός / τὸ δεινόν, τὰ δεινά: ο κίνδυνος, τα δεινοπαθήματα, οι συμφορές / (φρ.) δεινόν ποιῶ-ποιοῦμαι τι: παίρνω κάτι βαριά, αγανακτώ, παραπονιέμαι / β. εξαιρετικά ικανός για κάτι
δεσπότης
α. ο κύριος, κυρίαρχος / β. κάτοχος, ιδιοκτήτης, κύριος, άρχοντας
δέω -ῶ (μέλλοντας: δήσω)
δένω , δεσμεύω, συνδέω, στερεώνω
δέω -ῶ (μέλλοντας: δεήσω)
(με γενική) α. έχω ανάγκη από κάτι, έλλειψη, στερούμαι / (φρ.) ὀλίγου δέω: λίγο μου λείπει να..., λίγο απέχω από το να...
δέομαι (αποθετικό)
(με γεν.) α. έχω ανάγκη από κάτι, στερούμαι κάτι / β. επιθυμώ έντονα κάτι, επιδιώκω, ποθώ, εύχομαι, παρακαλώ (με δύο γενικές) γ. (απόλ.) βρίσκομαι σε ανάγκη
δηλόω-ῶ
α. καθιστώ κάτι ορατό, φανερό, γνωστό / β. δείχνω, υποδεικνύω, αποκαλύπτω, αποδεικνύω, εξελέγχω / γ. διακηρύσσω / δ. επεξηγώ, αποσαφηνίζω, αναπτύσσω, σημαίνω / (φρ.) δήλος εἰμί: είμαι φανερός / δηλοῖ = δεῖλόν ἐστι: είναι φανερό
δημιουργός
τεχνίτης, εργάτης, χειρώνακτας, κατασκευαστής
δῆμος
διαμέρισμα της υπαίθρου / ο λαός, οι ελεύθεροι πολίτες, το πλήθος / η δημοκρατία / (συνων.) τὸ πλῆθος / (φρ.) τὸ πλῆθος τὸ ἡμέτερον: οἱ ἐκ Πειραιῶς
διάγω
α. οδηγώ δια μέσου κάποιου στο απέναντι μέρος, διαπερνώ, μεταβιβάζω, μεταφέρω / β. (για χρόνο) περνώ, σπαταλώ τον καιρό μου, περνώ, ζω τη ζωή μου / γ. (με μετοχή) εξακολουθώ, συνεχίζω να...
διάκειμαι (παθητ. του διατίθημι)
α. βρίσκομαι σε τέτοια ψυχική κατάσταση / β. (φρ.) καλῶς διακεῖσθαι: είμαι θετικά διατεθειμένος / ὑπόπτως διακεῖσθαι: είμαι εκτεθειμένος στις υποψίες κάποιου / γ. (για πράγματα) είμαι τακτοποιημένος, καθορισμένος / (φρ.) τὰ διακείμενα: ορισμένοι όροι, συμφωνίες
διακρίνω
α. χωρίζω το ένα από το άλλο / αποχωρίζω τους μαχομένους / β. τακτοποιώ, καθορίζω, εκφέρω απόφαση για κάποια διαφωνία / (φρ.) διακρίνω αἵρεσιν: κάνω την εκλογή μου
διαλαμβάνω
α. παίρνω ή δέχομαι χωριστά, ένα-ένα / β. αρπάζω με τα δικά μου χέρια / με το νου μου=κατανοώ / γ. χωρίζω, διαιρώ, διαχωρίζω, αποκόπτω, αποκλείω
διαλείπω
α. αφήνω ενδιάμεσα κάποιο διάστημα ή χάσμα / β. (αμτβ.) απέχω κάποιο διάστημα / γ. αφήνω να περάσει χρόνος, παύω / (με μτχ.) σταματώ να κάνω κάτι / δ. (για χρόνο) παρεμπίπτω, μεσολαβώ, παρέρχομαι / (φρ.) τὸ διαλεῖπον: το διάστημα που μεσολαβεί, το κενό, το χάσμα
διαλλαγή
ανταλλαγή / συνδιαλλαγή, συμφιλίωση, συνθήκη ειρήνης (συνήθ. στον πληθ.: διαλλαγαί)
διαρρήδην (επίρρ.)
ρητά και κατηγορηματικά, σαφώς
διατίθημι
α. διευθετώ, τακτοποιώ / β. διαθέτω, διαχειρίζομαι, κυβερνώ / γ. μεταχειρίζομαι, πραγματεύομαι / δ. εκθέτω, αναπτύσσω, απαγγέλλω
διατρίβω
α. κατατρίβω, καταναλώνω / ερημώνω, καταστρέφω / β. καταναλώνω, σπαταλώ χρόνο, ζω / ασχολούμαι με κάτι / γ. χάνω καιρό, αναβάλλω, αργοπορώ, βραδύνω / ματαιώνω
διαφερόντως
α. διαφορετικά από ..., κατά τρόπο διαφορετικό από ... / β. ιδιαίτερα, προ παντός, κατ' εξοχήν, υπερβολικά
διαφέρω
α. φέρνω, μεταφέρω, διαβιβάζω απέναντι / (φρ.) διαφέρω τὴν ψῆφον: δίνω την ψήφο μου κατά διαφορετικό τρόπο, ψηφίζω εναντίον κάποιου / β. φέρω διά μέσου, αντέχω, υποφέρω, φέρω εις πέρας, αντέχω μέχρι τέλους / γ. (αμτβ.) είμαι διαφορετικός, διαφέρω / δ. (απρόσωπο) διαφέρει μοι: κάτι με συμφέρει / ενδιαφέρει / ε. (χωρίς δοτ. προσωπική) υπάρχει διαφορά / στ. τὰ διαφέροντα: τα σημεία διαφοράς, οι διαφορές
διαφθείρω
α. καταστρέφω εντελώς, σκοτώνω / χαλάω, βλάπτω / β. (με ηθικό περιεχόμενο) ξελογιάζω, παραπλανώ, καταστρέφω το χαρακτήρα κάποιου
δίδωμι
α. δίνω, δωρίζω, χαρίζω / β. (για νόμους) επιτρέπω, καθιερώνω, επικυρώνω / (φρ.) δίκην δίδωμι: τιμωρούμαι
διεξέρχομαι
α. περνώ ανάμεσα από κάτι και απομακρύνομαι / φθάνω στο τέλος κάποιου / β. αναφέρω κάτι με τη σειρά, αφηγούμαι κάτι λεπτομερειακά
διηνεκής-ής-ές
συνεχής, αδιάκοπος / αιώνιος, ατελείωτος
διίστημι
Ι. (ενεργ.) στήνω χωριστά, τοποθετώ χωριστά, διαχωρίζω, αποσπώ
ΙΙ. (μέσο/παθητικό) στέκομαι χωριστά, διαιρούμαι, διαχωρίζομαι
δίκαιος-α-ον
α. δίκαιος, ορθός, νόμιμος / β. καλός, μετριοπαθής, πρέπων, κόσμιος / (φρ.) δίκαιός εἰμι + απρμφ.: είναι δίκαιο να..., έχω το δικαίωμα να...
δίκη
α. το ορθό, το δίκαιο / β. δίκην (επιρρημ. με γεν.): σαν... / κατά τον τρόπο του... / γ. κρίση, γνώμη, απόκριση / δ. δίκη, δικαστική υπόθεση, διαδικασία δικαστική / ε. (φρ.) δίκην δίδωμι: τιμωρούμαι (αντιθ. δίκην λαμβάνω παρά τινος: τιμωρώ, επιβάλλω ποινή) / δίκην φεύγω: είμαι κατηγορούμενος (αντίθ. δίκην διώκω: είμαι κατήγορος) / δίκην ὑπέχω: υποβάλλομαι σε δίκη / δίκην ὀφλισκάνω ὑπό τινος: καταδικάζομαι σε ποινή
διώκω  (αντιθ. φεύγω)
α. καταδιώκω, κυνηγώ, διώχνω / αναζητώ κάποιον / κυνηγώ κάποιον για να τον συλλάβω
β. επιδιώκω να πετύχω κάτι / γ. διώχνω, απομακρύνω, εξορίζω, εκτοπίζω κάποιον / δ. (αττ. δικαν. όρος) εγκαλώ κάποιον, εισάγω καταγγελία εναντίον κάποιου / ὁ διώκων: ο κατήγορος (αντιθ. ὁ φεύγων: ο κατηγορούμενος)
δοκέω-ῶ
α. (με δοτ. προσωπική) δίνω την εντύπωση σε κάποιον, φαίνομαι, νομίζομαι / β. δοκεῖ, ἔδοξε τι: δίνει, έδωσε την εντύπωση πως..., φαίνεται... / (φρ.) οἱ δοκοῦντες εἶναι τι: αυτοί που δίνουν την εντύπωση πως έχουν κάποια αξία, αυτοί που θεωρούνται άξιοι / γ. (ως αιτιατ. απόλυτη) δόξαν: (επειδή, παρόλο που, όταν κ.λ.π.) αποφασίστηκε
δοκιμάζω
α. υποβάλλω σε δοκιμασία, ελέγχω τη γνησιότητα κάποιου πράγματος / β. εγκρίνω, επικυρώνω, θεωρώ κάτι άξιο, καλό, γνήσιο / γ. (αττ. πολιτικός όρος) εξετάζω και βρίσκω κάποιον κατάλληλο να ασκήσει δημόσιο αξίωμα
δόξα
α. εντύπωση, αίσθηση / ιδέα, γνώμη, άποψη / κρίση / β. η εντύπωση που οι άλλοι έχουν για κάποιον, φήμη, υπόληψη, εκτίμηση / δόξα, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια


Ε


ἔαρ-ἔαρος και ἦρ-ἦρος
η άνοιξη
ἐάω-ῶ
αφήνω, επιτρέπω, δεν εμποδίζω, ανέχομαι, συγχωρώ / παραμελώ, αδιαφορώ / απολύω, αφήνω ελεύθερο, δεν ασχολούμαι με κάτι
ἐγγράφω
ζωγραφίζω πάνω σε κάτι / καταχωρώ, καταγράφω στο δημόσιο μητρώο / καταγγέλλω, καταμηνύω
ἐγείρω
α. ξυπνώ, σηκώνω / ξεσηκώνω, υποδαυλίζω, εξεγείρω κάποιον / β. (για οικοδομήματα) οικοδομώ
ἐγκαλέω-ῶ
α. προσκαλώ, συγκεντρώνω / β. καλώ κάποιον με σκοπό να τον κατηγορήσω, κατηγορώ / (φρ.) φόνον ἐγκαλῶ τινι: καταγγέλλω κάποιον για φόνο / τὸ ἔγκλημα-ατος: κατηγορία, μομφή, παράπονο
ἐθέλω και θέλω
είμαι πρόθυμος, ποθώ, εύχομαι, επιθυμώ
ἔθος-ους
η συνήθεια
εἰκῇ (επιρ.)
χωρίς σχέδιο ή σκοπό, στην τύχη, απερίσκεπτα / μάταια, άσκοπα
εἴκω
α. υποχωρώ, ενδίδω, αποσύρομαι, οπισθοχωρώ / υπακούω, υποτάσσομαι / β. παραιτούμαι από κάτι, παραδίδω κάτι / παραχωρώ, επιτρέπω
εἰμί
α. είμαι, υπάρχω / β. (φρ.) ἐστί (απρόσ.): είναι δυνατό / ἔστι μοι (υπαρκτικό): έχω / ἔστι ἐπ' ἐμοί: είναι στο χέρι μου, εξαρτάται από μένα / ἀνδρός ἐστί: είναι χαρακτηριστικό του άνδρα / γ. (φρ.) ἔστιν ὃς: κάποιος / ἔστιν ὅτε: κάποτε / ἔσθ' ὅπου: κάπου
εἶμι (μέλλ. του ἔρχομαι)
πηγαίνω / έρχομαι
εἰσάγω
Ι. (ενεργ.) οδηγώ μέσα, φέρω μέσα, εισάγω
ΙΙ. (μέσο) α. επιτρέπω την είσοδο ξένων στρατευμάτων / β. (ως πολιτικός όρος) φέρω, εισάγω, παρουσιάζω κάποιον ή κάτι ενώπιον της Βουλής / γ. (αττ. δικαν. όρος) εἰσάγω δίκην γραφήν: εισάγω κάποια υπόθεση στο δικαστήριο, αρχίζω τη διαδικασία, καταθέτω αγωγή
εἰσέρχομαι
α. εισέρχομαι, μπαίνω μέσα / β. (αττ. δικαν. όρος) παρουσιάζομαι στο δικαστήριο (για τον κατήγορο)
εἰσφέρω
Ι. (ενεργ.) α. εισάγω / συνεισφέρω / πληρώνω φόρο για την ιδιοκτησία μου / β. εισάγω, προτείνω
ΙΙ. (μέσο) α. φέρω μαζί μου, παρασύρω / β. εισάγω
ΙΙΙ. (παθητ.) εισορμώ, εφορμώ
ἐκάς (επίρρ.)
μακριά, μακριά από κάπου, πολύ μακριά από κάτι
ἐκβαίνω
α. βγαίνω έξω, εξέρχομαι / αποβιβάζομαι / β. εξέρχομαι, απέρχομαι, αναχωρώ / γ. αποβαίνω τέτοιος ή άλλος, παίρνω αυτή ή την άλλη έκβαση / δ. βγαίνω από τα όρια, ξεπερνώ το μέτρο, εκτρέπομαι
ἐκβάλλω
α. ρίχνω έξω / μεταφέρω έξω (από ξηρά σε θάλασσα και αντίστροφα) / (φρ.) ἐκβάλλω πόλεως: εξορίζω κάποιον
ἐκπίπτω
α. πέφτω έξω / ξεπέφτω, χάνω την περιουσία μου / β. διώχνομαι από τη χώρα, εξορίζομαι
ἐκφαίνω
α.κάνω κάτι να φανεί έξω, φέρνω στο φως / προδίδω, αποκαλύπτω, φανερώνω, κάνω γνωστό / (φρ.) ἐκφαίνω πόλεμον: κηρύσσω πόλεμο
ἐκών-οῦσα-όν
πρόθυμος, θεληματικός, αυθόρμητος, με ελεύθερη βούληση
ἐλέγχω
α. ντροπιάζω, ατιμάζω, επιπλήττω, μέμφομαι, κατηγορώ / β. ανακρίνω κάποιον / (για επιχειρήματα) αναιρώ / γ. εξετάζω, ρωτώ, ελέγχω, αποδεικνύω, επιβεβαιώνω
ἐλίσσω
περιστρέφω, τυλίγω
ἐλλείπω
Ι. (ενεργ.) α. αφήνω, αφήνω κάτι ανολοκλήρωτο, παραλείπω κάτι / β. (αμτβ.) έχω έλλειψη σε κάτι, είμαι ελλιπής, αποτυγχάνω / γ. (με γεν.) είμαι κατώτερος από κάποιον / δ. (με απρμφ.) αποτυγχάνω να κάνω κάτι
ΙΙ. (μέσο και παθητικό) μένω πίσω, είμαι κατώτερος
ἐλπίς-ίδος
προσδοκία (για κακό ή καλό), ελπίδα, φόβος
ἐμποδῶν (επίρρ.)
(αντί ἐν ποσίν κατ' αναλογία προς το ἐκ ποδῶν) ανάμεσα στα πόδια / (φρ.) ἐμποδῶν εἰμί: εμποδίζω, είμαι εμπόδιο
ἐνάγω
α. οδηγώ μέσα, προχωρώ / ωθώ, παρορμώ, καταπείθω / β. προτείνω, εισηγούμαι
ἔνδεια
έλλειψη, στέρηση (με γεν. πράγματος) / ανάγκη, ελλείψεις, στερήσεις, ατέλειες (απόλυτα)
ἔνδειξις-εως
α. υπόδειξη, υποδήλωση, δείξη / β. (αττ. δικαν. όρος) κατάθεση, καταγγελία εναντίον κάποιου που αναλαμβάνει δημόσιο λειτούργημα, ενώ δεν έχει προσόντα
ἐνδίδωμι
α. δίνω στα χέρια κάποιον, παραδίδω, παρέχω, χορηγώ / επιτρέπω, παραχωρώ, χαρίζω / β. (αμτβ.) υποχωρώ, ενδίδω / γ. (για πράγματα) υποχωρώ, σταματώ
ἔνεστί τινι (απρόσωπο)
έχω τη δυνατότητα, μπορώ, είναι στο χέρι μου
ἐνθυμέομαι-οῦμαι
βάζω κάτι στην καρδιά μου, στο νου μου / μελετώ, σκέφτομαι, λαμβάνω υπ' όψη μου, σταθμίζω, αναλογίζομαι
ἐνιαυτός-οῦ
το έτος, η χρονιά
ἐνίημι
α. στέλνω κάπου ή μέσα σε κάποιο χώρο, ρίχνω κάτι / β. εμβάλλω, εμφυτεύω, εμπνέω / γ. παρακινώ, παρορμώ, παροτρύνω (κάποιον να κάνει κάτι)
ἔνιοι-αι-α (αόριστη αντωνυμία)
κάποιοι, μερικοί
ἐνίστημι
Ι. (ενεργ.) βάζω κάτι να σταθεί μεσα σ'έναν τόπο
ΙΙ. (μέσο) παίρνω θέση
ΙΙΙ. (παθητικό) α. αποδεικνύομαι, διορίζομαι / υπάρχω, ισχύω / β. αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι, προβάλλω αντίσταση
ἐντυγχάνω
συναντώ κάποιον τυχαία, πέφτω πάνω σε κάποιον
ἐξαιτέω-ῶ
Ι. (ενεργ.) α. ζητώ από κάποιον / β. ἐξαιτῶ τινά: ζητώ την παράδοση κάποιου
ΙΙ. (μέσο) ζητώ για τον εαυτό μου την απόλυση κάποιου
ἐξελέγχω
ερευνώ, ελέγχω / αποδεικνύω κάποιον ένοχο, καταδικάζω / (φρ.) οὐ τοῦτο γ' ἐξελέγχομαι: σ' αυτό βεβαίως δεν είμαι αξιοκατάκριτος
ἔξεστί τινι (απρόσωπο)
παρέχεται η δυνατότητα, η ευκαιρία, η εξουσία σε κάποιον να κάνει κάτι
ἐξικνέομαι-οῦμαι (αποθετικό)
α. φθάνω σε κάποιο μέρος / β. φθάνω, πετυχαίνω κάτι / είμαι επαρκής, ικανός
γ. συμπληρώνω, εκτελώ, διαπράττω κάτι
ἔοικα (Παρακείμενος με σημασία Ενεστώτα του ρήματος εἴκω)
α. είμαι ή φαίνομαι όμοιος με κάποιον / β. είμαι ικανός, κατάλληλος για κάτι / γ. (αττική χρήση) ἔοικε: φαίνεται
ἐπαγγέλλω
Ι. (ενεργ.) α. διηγούμαι, προκηρύσσω, αναγγέλλω, καθιστώ γνωστό / β. δίνω διαταγές, προστάζω, παραγγέλνω / (με αιτιατ. πράγματος) δίνω διαταγή να προετοιμαστεί κάτι
ΙΙ. (μέσο) υπόσχομαι, προσφέρομαι, προσφέρω, προτείνω
ἐπᾴδω
α. τραγουδώ για κάποιον ή κάτι / β. μεταχειρίζομαι μαγικές επωδούς, ξόρκια
ἐπαινέω-ῶ
α. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, επικυρώνω κάτι / β. (με δοτ. προσώπου) συμφωνώ με κάποιον, συναινώ, συγκατατίθεμαι / γ. (συνών.) παραινέω-ῶ (: συμβουλεύω, παραινώ, συνιστώ, εύχομαι, διατάζω)
ἐπαμύνω
έρχομαι να βοηθήσω, υπερασπίζω, βοηθώ κάποιον
ἐπαρκέω-ῶ
α. (με αιτιατ. πράγματος) εμποδίζω κάτι / β. (με δοτ. προσώπου) βοηθώ, προστατεύω, προφυλάσσω, υπερασπίζω / γ. (με δοτ. και αιτιατ.) αποκρούω, αποτρέπω κάτι από κάποιον
ἐπελαύνω
βαδίζω, πορεύομαι εναντίον κάποιου ή προς κάποιο μέρος
ἐπέρχομαι
α. έρχομαι ή πηγαίνω σε κάποιο μέρος / β. βαδίζω εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι σε κάποιον / γ. προχωρώ, παρουσιάζομαι, για να μιλήσω / δ. διεξέρχομαι, πραγματεύομαι, εξετάζω, αφηγούμαι
ἐπέχω
α. ακουμπώ κάτι πάνω σε κάτι / β. κρατώ, συγκρατώ, διατηρώ, αναχαιτίζω / γ. (ἐμαυτόν) στέκομαι, σταματώ, διακόπτω, αναπαύομαι / δ. (με γεν. πράγματος) σταματώ κάτι
ἐπιβουλεύω
α. σχεδιάζω, επινοώ, μηχανώμαι κάτι εναντίον κάποιου / β. (με δοτ. πράγματος) κάνω σχέδια για κάτι, θέτω κάτι ως σκοπό μου
ἐπιεικής-ής-ές
α. αρμόδιος, κατάλληλος, πρέπων, πρόσφορος / β. (αττ. χρήση) δίκαιος, λογικός, εύλογος, ευλογοφανής / (για πρόσωπα) ειλικρινής, ευγενής, κόσμιος, μετριοπαθής
ἐπίκουρος-ος-ον (> ἐπικουρέω-ῶ)
α. βοηθός, υπερασπιστής / β. (ως ουσ.) ο σύμμαχος / οἱ ἐπίκουροι: τα μισθοφορικά στρατεύματα
ἐπιλείπω
α. αφήνω κάτι πίσω μου / β. (για πράγματα) εκλείπει, τελειώνει, δεν είναι αρκετό κάτι
ἐπισκήπτω (< σκηπτός)
α. πέφτω σαν κεραυνός / β. διατάσσω κάποιον αυστηρά να κάνει κάτι / γ. καταγγέλλω κάποιον, κινώ αγωγή εναντίον κάποιου
ἐπισπάω-ῶ
α. τραβώ προς το μέρος μου, τραβώ, σέρνω από πίσω μου / β. προσελκύω, δελεάζω, θέλγω / (φρ.) ἐπισπῶ τὴν θύραν: τραβώ την πόρτα για να κλείσει
ἐπίσταμαι
α. (με αιτιατ. πράγματος) ευνοώ, κατανοώ, γνωρίζω, είμαι έμπειρος σε κάτι / β. (αττ. χρήση) ξέρω κάτι πολύ καλά / γ. (με απρμφ.) ξέρω πώς να κάνω κάτι, είμαι ικανός να κάνω κάτι
ἐπιτίθημι
α. βάζω, τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι / β. βάζω επί πλέον, προσθέτω / γ. επιβάλλω, καθορίζω ποινή
ἔργον
α. έργο, εργασία, ενασχόληση / βαρύ έργο, σκληρή εργασία, κόπος / (απρόσ. έκφρ.) ἔργον ἐστί με απρμφ.: είναι δύσκολο να... / (φρ.) σόν ἔργον ἐστί με απρμφ.: δική σου δουλειά είναι να... / (φρ.) ἔργα παρέχω τινί = πράγματα παρέχω τινί: προξενώ προβλήματα, μπελάδες σε κάποιον
ἔρις-ιδος
φιλονεικία, διένεξη / ανταγωνισμός, αγώνας / διαφωνία
ἐρρωμένος (< ρώμη)
ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης
ἔτυμος-ος-ον
αληθινός, πραγματικός, βέβαιος / (φρ.) τὰ ἔτυμα: αλήθειες, η αλήθεια / τὸ ἔτυμον (και επιρρημ. χρήση) πράγματι, στ' αλήθεια, όντως, αληθινά
εὔθυνα (η) (αλλά συνηθέστερα αἱ εὔθυναι)
εξέλεγξη λογαριασμών, λογοδοσία / (φρ.) εὐθύνας ἀπαιτῶ: απαιτώ λογοδοσία από κάποιον, ζητώ να λογοδοτήσει / (φρ.) εὐθύνας δίδωμι: υποβάλλω λογαριασμούς για εξέταση, λογοδοτώ / (φρ.) εὐθύνας ὀφλισκάνω: κατηγορούμαι ή καταδικάζομαι για κατάχρηση
εὐπραγία (αντίθ. κακοπραγία)
ευτυχία, ευημερία

εὔχομαι
α. εύχομαι, αναπέμπω δεήσεις, δέομαι / β. (με αιτιατ. προσώπου) ικετεύω κάποιον / γ. (με απρμφ.) εύχομαι, παρακαλώ να / δ. (με αιτιατ. πράγματος) εύχομαι να αποκτήσω κάτι, ποθώ κάτι / ε. υπόσχομαι να, ότι θα κάνω κάτι / στ. καυχιέμαι, κομπάζω / ομολογώ, διαβεβαιώνω, ισχυρίζομαι
ἐφίημι
Ι. (ενεργ.) α. στέλνω, ρίχνω προς την κατεύθυνση κάποιου, εναντίον κάποιου / (φρ.) ἐφίημι χείρας τινί: βάζω χέρι σε κάτι, κάποιον / (φρ.) ἐφίημι νόστον τινί: επιτρέπω σε κάποιον να επανέλθει / β. αφήνω κάπιον να φύγει, απολύω, ελευθερώνω / γ. χαλαρώνω, υποχωρώ, υποκύπτω, επιτρέπω
ΙΙ. (μέσο) δίνω ρητή εντολή σε κάποιον, διατάζω κάποιον, εμπιστεύομαι σε κάποιον, επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι / ε. αποβλέπω σε κάτι, επιθυμώ έντονα κάτι, ποθώ κάτι
ἐφικνέομαι-οῦμαι
α. φθάνω σε κάποιον ή κάτι, πετυχαίνω το στόχο / β. (για πράγματα) χτυπώ, πετυχάινω ακριβώς / ἐφικνοῦμαι λέγων λόγῳ: προσεγγίζω (την αλήθεια) με το λόγο / γ. (απόλυτα) εκτείνομαι, φθάνω / δ. επέρχομαι, εμφανίζομαι, επισκέπτομαι / ε. λυμαίνομαι
ἐφίστημι
Ι. (ενεργ.) α. στήνω, τοποθετώ πάνω σε κάτι, επιβάλλω / β. τοποθετώ, διορίζω κάποιον ως επόπτη άλλου / γ. (φρ.) ἐφίστημι τινί ἀγῶνα: ιδρύω, καθιερώνω αγώνες προς τιμήν κάποιου προσώπου / δ. κάνω κάποιον να σταματήσει, σταματώ κάποιον / ε. (φρ.) ἐφίστημι τὸν νοῦν: εφιστώ την προσοχή κάποιου
ΙΙ. (μέσο και παθητ.) α. ἐπί τινος: επιβάλλομαι / οἱ ἐφεστῶτες: αυτοί που έχουν την εξουσία, οι επίσημοι / β. στέκομαι κοντά, παρίσταμαι / γ. (με  εχθρική σημασία) στέκομαι απέναντι, αντιτάσσομαι / δ. σταματώ, διακόπτω την πορεία μου / ε. προσηλώνω το νου μου σε κάτι
ἔχω
Ι. (ενεργ. μτβτ.) α. κρατώ / έχω / κατέχω ως κτήμα / σφίγγω / οἱ ἔχοντες: οι πλούσιοι
β. (με αιτιατ. τόπου) διαμένω, κατοικώ σε κάποιον τόπο / γ. συνεπάγομαι, προξενώ / (φρ.) ἔχω αἰσχύνην: προξενώ ντροπή / δ. γνωρίζω, κατανοώ, καταλαβαίνω / ε. κρατώ, τηρώ, διατηρώ, υποφέρω / στ. αναχαιτίζω, σαματώ, κρατώ μακριά / αποκρούω, προφυλάσσω (με γεν. πράγματος) / στ. (με απρμφ. ή πλάγια ερώτηση) έχω τα μέσα, τη δύναμη, τη γνώση να κάνω κάτι
ΙΙ. (αμτβτ.) α. κρατώ τον εαυτό μου, είμαι, βρίσκομαι σε κάποια κατάσταση / (φρ.) εὖ (κακῶς) ἔχω: είμαι σε καλή (κακή) κατάσταση / (με γεν.) όσον αφορά κάποιον τομέα, θέμα / (φρ.) λόγος ἔχει: διαδίδεται, θρυλείται, λέγεται / γ. τηρώ κάποια συγκεκριμένη στάση, είμαι ακίνητος, επιμένω / δ. διευθύνομαι, κατευθύνομαι, τείνω (προς κάποιο μέρος) ἔχθρα ἔχουσα πρὸς Ἀθηναίους: έχθρα που στρέφεται εναντίον των Αθηναίων / ε. (για τόπο) εκτείνομαι, φθάνω σε ... / στ. ἔχω ἀμφί (ή περί): ασχολούμαι με κάτι, είμαι απασχολημένος με κάτι
ζ. (αττ.) ἔχω + μετοχή Αορίστου άλλου ρήματος = Παρακείμενος του ρήματος π.χ. κρύψαντες ἔχουσι = κεκρύφασι / η. ἔχων + Ενεστώτας: επιτείνεται η έννοια της διάρκειας π.χ. ληρεῖς ἔχων: συνεχώς, ακατάπαυστα φλυαρείς
ΙΙΙ. (μέσο) α. κρατιέμαι κοντά σε κάτι, προσκολλώμαι σε κάτι, αφοσιώνομαι σε κάτι / β. ακολουθώ από κοντά, εξαρτώμαι, έχω στενές σχέσεις, εγείρω αξιώσεις για κάτι, απαιτώ κάτι / γ. (για τόπο) είμαι κοντά, γειτονεύω, συνορεύω, προσεγγίζω / ὁ ἐχόμενος: αυτός που ακολουθεί, ο γειτονικός, ο συνοριακός / δ. κρατώ τον εαυτό μου πίσω, απέχω από κάτι, συγκρατούμαι

Ζ


ζηλόω-ῶ
α. ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι με κάποιον / β. (με αιτιατ. πράγματος) ποθώ ζωηρά, αγωνίζομαι για να πετύχω κάτι / γ. ζηλεύω, φθονώ κάποιον / δ. θαυμάζω, επαινώ, μακαρίζω
ζημία (αντίθ. κέρδος)
α. απώλεια, βλάβη / β. χρηματική ποινή, πρόστιμο / γ. ποινή, τιμωρία / (φρ.) θάνατον ζημίαν προτιθέναι: ορίζω το θάνατο ως ποινή


Η


ἡβάω-ῶ
είμαι στην ακμή της ηλικίας μου, στην αρχή της νεότητάς μου
ἡγέομαι-οῦμαι
α. προηγούμαι, προπορεύομαι, δείχνω το δρόμο σε κάποιον / β. οδηγώ το στρατό, διοικώ, διατάσσω (με γεν.) / οἱ ἡγούμενοι: οι άρχοντες, οι κυβερνήτες / γ. θεωρώ, έχω την άποψη ότι... / (φρ.) ἡγοῦμαι  τινά βασιλέα: θεωρώ κάποιον βασιλέα / ἡγοῦμαι θεούς = νομίζω θεούς: πιστεύω στους θεούς
ἥδομαι
τέρπω τον εαυτό μου, ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω / (με κατηγορηματική μτχ.) ἥσθη ἀκούσας: χάρηκε που άκουσε..., άκουσε μετά χαράς
ἡλικία
α. χρόνος ζωής, ηλικία / β. η ακμή της νεανικής ηλικίας / (φρ.) οἱ ἐν ἡλικία: αυτοί που είναι σε στρατεύσιμη ηλικία / ἡ ἡλικία = οἱ ἥλικες: οι συνομήλικες, οι σύντροφοι, οι συνάδελφοι
ἡμέρα
α. το φως της ημέρας / (φρ.) ἅμ' ἡμέρᾳ ἅμα τῇ  ἡμέρα: μόλις ξημερώσει / δι' ἡμέρας: κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας / διά τρίτης ἡμέρας: κάθε τρίτη ημέρα / ἐφ' ἡμέραν: αρκετά για μια μέρα ή καθημερινά / καθ' ἡμέραν: κάθε μέρα, καθημερινά / μεθ' ἡμέραν: ώρα της ημέρας / ὀψέ τῆς ἡμέρας: αργά το βράδυ / πρὸς ἡμέραν: προς τα ξημερώματα / β. ζωή, βίος / (φρ.) παλαιά ἡμέρα: τα γηρατειά (αντίθ. νέα ἡμέρα: τα νιάτα)
ἡσυχία
ησυχία, ακινησία, ανάπαυση, σιωπή / (φρ.) ἡσυχίαν ἄγω ἔχω: ησυχάζω, ζω ειρηνικά, αναπαύομαι


Θ


θάρσοςθράσος (αττ.: θάρρος)
α. θάρρος, τόλμη, τολμηρότητα, εμπιστοσύνη / β. αυθάδεια, θράσος, θρασύτητα
θαυμάζω
α. μένω έκθαμβος, απορώ / β. (με αιτιατ.) βλέπω κάτι με θαυμασμό και έκπληξη
γ. (με γεν.) μένω έκπληκτος, απορώ για κάτι
θέλγω
α. γοητεύω, μαγεύω / β. εξαπατώ, πλανώ
θεραπεία
α. περιποίηση, υπηρεσία  / (φρ.) θεραπεία θεῶν: θεία λατρεία / β. ανατροφή / γ. περιποίηση ασθενούς, ιατρική περίθαλψη
θεράπων-οντος
υπηρέτης, ακόλουθος (όχι δούλος)
θεωρέω-ῶ
α. βλέπω προς κάτι, παρατηρώ / β. σκέφτομαι, μελετώ, εξετάζω / γ. είμαι θεωρός, πρεσβευτής πόλεως σε μαντείο ή αγώνες
θνήσκω
σκοτώνομαι, πέφτω νεκρός / πεθαίνω
θυμός-οῦ
α. ψυχή, πνεύμα, ζωή / β. ψυχή, καρδιά (συναισθηματικά) / γ. οποιοδήποτε ψυχικό πάθος έντονο (οργή, θυμός κ.λ.π.)


Ι


ἴδιος-α-ον
α. ο δικός μου, αυτός που μου ανήκει, ιδιαίτερος, προσωπικός, ιδιωτικός (αντίθ. δημόσιος) / β. δικός μου, ατομικός μου, κτήμα μου (αντίθ. ἀλλότριος) / τὸ ἴδιον τὰ ἴδια: οι ιδιωτικές μου υποθέσεις, τα ιδιωτικά μου συμφέροντα
ἰδιώτης-ου
α. αυτός που δε συμμετέχει στις υποθέσεις της πόλης, απλός πολίτης / β. (με γεν.) αυτός που δεν ασκεί κανένα επάγγελμα, άπειρος, ανίδεος σε κάτι  / γ. άπειρος, αμαθής, απαίδευτος
ἵημι
στέλνω, ρίχνω, πετώ, εξακοντίζω, στέλνω μακριά, απολύω
ἱκανός-ή-όν
(για πρόσωπα) κατάλληλος, αρμόδιος, αρκετά ικανός, ισχυρός, ώσε να κάνει κάτι
(για πράγματα) αρκετός, επαρκής (στην ποσότητα), αρκετά μεγάλος, ευρύχωρος, μακρύς, ψηλός κ.λ.π. / (φρ.) ἱκανόν χρόνον: για αρκετό χρονικό διάστημα / (φρ.) τὸ ἱκανόν λαμβάνω: παίρνω εγγύηση
ἰλαρός-ά-όν
χαρούμενος, περιχαρής, εύθυμος
ἴσος-η-ον
α. ίσος προς κάτι ή κάποιον, ίδιος με κάποιον άλλον / β. αυτός που διαιρέθηκε ή μοιράστηκε στα ίσα / (φρ.) ἴση μοίρα ἴση: ίσο μερίδιο / τὸ ἴσον τὰ ἴσα: ίση μερίδα, ίση συμμετοχή, δίκαιο μέτρο / (φρ.) προστυχεῖν τῶν ἴσων: να πετύχω, να εξασφαλίσω όσα μου αναλογούν κατά το δίκαιο / γ. δίκαιος, λογικός / ἴσος ἀνήρ: δίκαιος, αμερόληπτος / (αττ.) για ίση διανομή όλων των πολιτικών δικαιωμάτων / τὸ ἴσον: η ισότητα / ἡ ἴση (τιμωρία): ανάλογη ποινή (ίση για ίσο αδίκημα) / δ. (για τόπο) ομαλός, επίπεδος / εἰς τὸ ἴσον καταβαίνω: κατεβαίνω στην πεδιάδα / δι' ἴσου: σε ίσα διαστήματα, σε ίσες αποστάσεις
ἵστημι
Ι. (ενεργ. μτβτ.) α. κάνω κάποιον να σταθεί όρθιος, στήνω / β. κάνω κάποιον να σταθεί ακίνητος, αναχαιτίζω, εμποδίζω / γ. κάνω κάτι στερεό, στερεώνω / (φρ.) ἱστάναι τινά χαλκοῦν: στήνω χάλκινο ανδριάντα για κάποιον / (φρ.) ἔριν ἵστημι: στήνω καβγά, φιλονεικία / (φρ.) ίστημι τι προς τι: ζυγίζω κάτι σε σύγκριση με κάτι άλλο
ΙΙ. (αμτβτ.) α. στήνομαι, τοποθετούμαι, βρίσκομαι σε κάποια κατάσταση, βρίσκομαι κάτω από κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες / β. υποδεικνύομαι, διορίζομαι
ἴσχω (δεύτερος τύπος του ἔχω, που απαντά μόνο σε Ενεστώτα και Παρατατικό)
κρατώ, συγκρατώ, ανακόπτω, αναχαιτίζω, σταματώ, παύω / (φρ.) ἴσχομαι τινός: απέχω από κάτι, μένω μακριά από κάτι / (φρ.) ἴσχετο ἐν τούτῳ: σταμάτησε σ' αυτό το σημείο


Κ


καθαιρέω-ῶ
α. κατεβάζω, χαμηλώνω / (φρ.) καθελεῖν ἰστία: κατεβάζω τα πανιά / β. κατεβάζω με τη βία, καταβάλλω, κατανικώ, ταπεινώνω, μειώνω, υποτάσσω, γκρεμίζω, κατεδαφίζω, καταστρέφω / γ. (αττ. δικαν. όρος) καταλύω, παύω, ακυρώνω, καταργώ, διαγράφω / (αττ. δικαν. όρος) καταδικάζω / δ. εκτελώ, κατορθώνω
καθαίρω
καθιστώ κάτι καθαρό, αγνό, καθαρίζω, εξαγνίζω
καθάπτω
Ι. (ενεργ.) συνάπτω, προσδένω κάτι σε κάτι, προσκολλώ / (φρ.) βρόχῳ καθημμένος: κρεμασμένος με θηλειά
ΙΙ. (μέσο) α. απευθύνομαι σε κάποιον / β. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με τα λόγια, βρίζω, μαλώνω κάποιον / γ. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα, επικαλούμαι τη μαρτυρία του
καθίημι
στέλνω προς τα κάτω, ρίχνω κάτω, αφήνω ή κάνω κάτι να πέσει κάτω / (φρ.) καθεῖτο τὰ τείχη: τα τείχη κατέβαιναν, έφθαναν ως τη θάλασσα
καιρός-οῦ
η αναλογία που πρέπει για κάθε τι / (για χρόνο) περίσταση, συγκυρία, συνθήκες (οι κατάλληλες, κρίσιμες, συμφέρουσες για κάτι), ευκαιρία, πλεονέκτημα / (φρ.) κατὰ καιρὸν πρὸς καιρόν: την κατάλληλη  στιγμή, πάνω στην ώρα / (για τόπο) ο κατάλληλος τόπος, η κατάλληλη θέση
κακός-ή-όν
α. κακός, ανάξιος, κακός στο είδος του, άθλιος / β. άσχημος (αντίθ. καλός = ωραίος) / γ. δειλός, άνανδρος / δ. ταπεινής καταγωγής, άσημος / ε. κακός, άθλιος, φαύλος, πονηρός / (ως ουσιαστικό) τὸ κακὸ τὰ κακά: δυστυχία, συμφορά / λύπη κ.λ.π.
καλός-ή-όν
α. ωραίος, όμορφος / β. συμφέρων, τίμιος, ειλικρινής / (φρ.) ἐν καλῷ: σε κατάλληλο τόπο ή χρόνο
κάμνω
α. είμαι κατάκοπος, εξαντλημένος, ταλαιπωρημένος / β. είμαι άρρωστος, υποφέρω από αρρώστια / οἱ κάμνοντες: οι ασθενείς / οἱ κεκμηκότες οἱ κάμνοντες: οι νεκροί
κατάγνυμι
σπάζω σε κομμάτια, συντρίβω / εξασθενίζω
κατάγω
α. φέρνω, οδηγώ προς τα κάτω, προς τα παράλια / β. φέρνω απ' το ανοιχτό πέλαγος στην ξηρά (αντίθ. ἀνάγω) / γ. φέρνω πίσω, επαναφέρω, ανακαλώ από την εξορία
καταινέω-ῶ
α. συμφωνώ, συναινώ σε κάτι, επιδοκιμάζω κάτι / καταινῶ ἐπί τινι: συμφωνώ σε κάτι υπό συγκεκριμένο όρο / β. παραχωρώ, παραδέχομαι, υπόσχομαι
καταλέγω
α. βάζω κάτι στο κρεβάτι να ξαπλώσει / β. διαλέγω ανάμεσα σε πολλούς, στρατολογώ, επιστρατεύω / γ. καταγράφω σε καταλόγους / δ. διηγούμαι, περιγράφω λεπτομερειακά / απαριθμώ
καταλείπω
α. αφήνω πίσω ως κληρονομιά, κληροδοτώ / β. εγκαταλείπω, παρατάω, αφήνω στην τύχη του κάτι
κατατίθημι
α. βάζω κάτω, καταθέτω, καταβάλλω / β. καταβάλλω ως πληρωμή, πληρώνω / εκτελώ, πραγματοποιώ τις υποσχέσεις μου / γ. καταθέτω, βάζω κάτι κατά μέρος, αποταμιεύω, αποθηκεύω / (φρ.) κατατίθημι κλέος: αποθηκεύω δόξα, θησαυρίζω / (φρ.) κατατίθημι χάριν: θησαυρίζω ευγνωμοσύνη, εύνοια
κατεργάζομαι
α. ολοκληρώνω, πετυχαίνω κάτι με πολύ κόπο / β. καταβάλλω, νικώ, υποτάσσω / παίρνω κάποιον με το μέρος μου, πείθω, επηρεάζω κάποιον
κεῖμαι (παθητικός Παρακείμενος του τίθεμαι)
α. είμαι ξαπλωμένος, κείτομαι, βρίσκομαι / β. αναπαύομαι, δε δουλεύω, απραγμονώ
γ. (για νεκρούς) κείτομαι άταφος / παραμελημένος / δ. (για τόπους) είμαι, βρίσκομαι, κείμαι
ε. (για νόμους) ισχύει, υπάρχει, έχει τεθεί / (φρ.) κεῖται ζημία: υπάρχει προκαθορισμένη ποινή / (φρ.) κεῖται ἄεθλον: έχει καθοριστεί το βραβείο / κεῖμαι ἔν τινι: εξαρτώμαι από κάποιον
κελεύω
α. παρακινώ, παροτρύνω, συμβουλεύω, προτρέπω (ίσος ή ανώτερος προς κατώτερο) / β. διατάσσω, παραγγέλλω, επιβάλλω,  υποχρεώνω (ανώτερος προς κατώτερο) / γ. παρακαλώ θερμά, επίμονα, ικετεύω (κατώτερος προς ανώτερο)
κινδυνεύω
α. αποτολμώ, ρίχνομαι στον κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω / β. διαπράττω κάποιο τόλμημα, είμαι σε κίνδυνο, διατρέχω κίνδυνο / γ. (με απρμφ.) πιθανόν να... / δ. (απρόσωπο) κινδυνεύει: φαίνεται ότι, είναι πιθανόν να
κλέπτω
α. παίρνω κάτι κρυφά, υποκλέπτω κάτι, υπεξαιρώ / β. εξαπατώ, αποπλανώ κάποιον / γ. αποσύρω, αποκρύπτω, κρατώ κάτι μυστικό
κολάζω
α. κλαδεύω, περικόπτω, κολοβώνω, ψαλιδίζω / β. διορθώνω, τιμωρώ
κόσμος-ου
τάξη, ευταξία, καλή διαγωγή, ευπρέπεια
κοῦφος-η-ον
ελαφρύς, ευκίνητος / εύκολος / μάταιος, κενόδοξος, "κούφιος"
κρατέω-ῶ
α. είμαι ισχυρός, δυνατός, έχω στα χέρια μου την εξουσία (κράτος) / β. (με γεν.) γίνομαι, είμαι κύριος κάποιου, είμαι κυρίαρχος, κυβερνώ / γ. (με αιτιατ.) νικώ, υπερισχύω
κυβεύω
α. παίζω ζάρια, ριψοκινδυνεύω, διακιδνυνεύω, αποτολμώ
κύριος-α-ον
α. (για πρόσωπα) αυτός που έχει τη δύναμη, την εξουσία, την αρμοδιότητα, το δικαίωμα (να κάνει κάτι) / αφέντης, κύριος / β. (για πράγματα) αποφασιστικός, έγκυρος / κρίσιμος, σπουδαίος / νομιμοποιημένος, νόμιμος, έγκυρος, επικυρωμένος / γ. (για χρόνο) ορισμένος, προσδιορισμένος, καθορισμένος, τακτικός, κανονικός / δ. (αττ. όρος) κυρία ἐκκλησία: η τακτική συνεδρίαση (συνέλευση, συγκέντρωση της εκκλησίας του δήμου) (αντίθ. σύγκλητος ἐκκλησία: η συνέλευση του δήμου που συγκαλείται έκτακτα)
κωλύω
α. εμποδίζω, σταματώ, δεν αφήνω, δεν επιτρέπω, απαγορεύω / β. (με απρμφ.) εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι / γ. (με γεν. πράγματος) εμποδίζω κάποιον από κάτι / δ. (με αιτιατ. πράγματος) εμποδίζω, παρακωλύω κάτι / τὸ κωλῦον: το κώλυμα, το εμπόδιο / οὐ κωλύει: δεν υπάρχει κώλυμα, εμπόδιο


Λ


λαγχάνω
α. παίρνω με κλήρο ή από την τύχη / γενικά παίρνω, γίνομαι κάτοχος κάποιου πράγματος / β. παίρνω κάτι ως μερίδιο, μου παραχωρείται κάτι ως μερίδιο, μου λαχαίνει ως μερίδιο / γ. τραβώ κλήρο, αναλαμβάνω κάποιο αξίωμα με κλήρο / οἱ λαχόντες: αυτοί που τους έπεσε ο κλήρος / δ. (αττ. δικαν. όρος) λαγχάνω δίκην τινί: παίρνω σειρά να παρουσιάσω στο δικαστήριο αγωγή εναντίον κάποιου
λάθρη, λάθρη (αττ) λάθρα (επίρρ.)
κρυφά, μυστικά, χωρίς να γίνει αντιληπτό
λανθάνωλήθω
α. ξεφεύγω από την προσοχή κάποιου, είμαι άγνωστος, παραμένω αθέατος / β. (με κατηγορηματική μετοχή) κάνω κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (π.χ. λανθάνει κλέπτων: κλέβει χωρίς να γίνει αντιληπτός)
λέγω
α. βάζω κάποιον να κοιμηθεί, τον αποκοιμίζω, βάζω να ξαπλώσει / β. βάζω σε τάξη, τακτοποιώ / συλλέγω, μαζεύω / γ. λογαριάζω, υπολογίζω, αριθμώ, απαριθμώ
δ. ανιστορώ, αφηγούμαι, διηγούμαι / λέγω, ομιλώ, εκθέτω / (φρ.) λέγω κατά τινος: κατηγορώ κάποιον / λέγω τινά ποιεῖν τι: προστάζω, διατάζω κάποιον να κάνει κάτι / λέγω τι (αντίθ. οὐδέν λέγω): λέγω κάτι σημαντικό, αξιόλογο, ενδιαφέρον (αντίθ. λέω κάτι απολύτως ασήμαντο, ανάξιο λόγου κ.λ.π.) / λέγεται: λέγεται από τον κόσμο, όπως λέγεται / τὸ λεγόμενον: όπως λένε οι φήμες, όπως λέγεται, όπως λένε
λιπαρός-ά-όν
λαδωμένος, γυαλιστερός / (για το δέρμα) στιλπνό, λείο, απαλό, περιποιημένο / (για πράγματα) λαμπρός, έξοχος, ωραίος, πολυτελής
λόγος
α. ο έναρθρος λόγος με τον οποίο εκφράζεται η ενδιάθετη σκέψη, λέξη, ομιλία, λόγος, γλώσσα / (φρ.) ὡς εἰπεῖν λόγῳ: για να πει κανείς μ' έναν λόγο, με μια λέξη / (αττ.) ισχυρισμός / (φρ.) λόγῳ: υπό το πρόσχημα, με την πρόφαση (αντίθ. ἔργῳ: στην πραγματικότητα, πράγματι) / β. απόφθεγμα / χρησμός μαντείου / γνωμικό, ρητό, παροιμία / γ. συνδιάλεξη, συζήτηση, συνομιλία / (φρ.) εἰς λόγους ἦλθον: ήρθαν σε διαπραγματεύσεις, είχαν διμερή συνάντηση, συνομιλία / δ. το να μιλάει κάποιος για κάποιο πράγμα ή πρόσωπο / (φρ.) λόγου ἄξιος: αυτός που αξίζει να τον αναφέρει κάποιος, άξιος μνείας, αξιομνηνόνευτος / (φρ.) λόγος ἐστὶ λόγος ἔχει: υπάρχει φήμη, φημολογείται, λέγεται
ε. σκέψη, λογικό, η δύναμη της διανόησης / (φρ.) κατά λόγον: σύμφωνα με τη λογική / (φρ.) λόγον ἐμαυτῷ δίδωμι: επιτρέπω, αναθέτω στον εαυτό μου να σκεφτεί για κάποιο θέμα / στ. λογαριασμός, μελέτη, εκτίμηση, ιδέα / (φρ.) λόγου ποιοῦμαι τινά: θεωρώ κάποιον άξιο λόγου, εκτιμώ κάποιον / (φρ.) λόγον τινός ἔχω: λαμβάνω κάτι ή κάποιον υπ' όψη μου, του αποδίδω αξία (αντίθ. ἐν οὐδενί λόγῳ ποιοῦμαι τινά: δε λογαριάζω κάποιον καθόλου) / (φρ.) ἐν ἀνδρὸς λόγῳ ἔχω τινά: λογαριάζω κάποιον ως άνδρα, τον θεωρώ άνδρα / ζ. λογαριασμός, υπολογισμός, έκθεση λογαριασμού / (φρ.) λόγον δίδωμι: δίνω λογαριασμό, λογοδοτώ / η. σχέση, αναλογία, συμμετρία / θ. όρος / (φρ.) ἐπί τῷ λόγῳ ἢ ἐπὶ τοῖς λόγοις: υπό τον όρο, με τη συμφωνία να...
λύσιτελέω-ῶ
α. πληρώνω χρέη ή φόρους / β. είμαι ωφέλιμος, επωφελής σε κάποιον / (φρ.) λυσιτελεῖ (απρόσωπο): ωφελεί, συφμέρει, είναι προτιμότερο / (φρ.) τὸ λυσιτελοῦντὰ λυσιτελοῦντα: όφελος, κέρδος, συμφέρον
λύχνος-ου
λυχνάρι / φως, φωτισμός / (φρ.) περὶ λύχνων ἁφάς: την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια, το σούρουπο


Μ


μάλα (επίρρ.)
πολύ, πάρα πολύ, υπερβολικά / (φρ.) μάλα πολλά: πάρα πολλά / (φρ.) εὖ μάλα: πολύ καλά /
(φρ.) μάλ' αὐτίκα: ευθύς αμέσως / (φρ.) οὐ μάλα: με κανένα τρόπο, επ' ουδενί λόγω / (φρ.) ἦ μάλα δή: πράγματι, στ' αλήθεια / (φρ.) (συγκρ.) παντὸς μᾶλλον: περισσότερο από κάθε τι / (φρ.) (υπερθ.) ἐν τοῖς μάλιστα = εἴ περ τις καὶ ἄλλος: περισσότερο από κάθε άλλον / (φρ.) ἐς τὰ μάλιστα: ως επί το πλείστον, επί το πλείστον / (φρ.) (με αριθμητικά δηλώνει ποσό κατά τη μεγαλύτερη προσέγγιση) πεντήκοντα μάλιστα: σχεδόν πενήντα / (φρ.) ἐς μέσον μάλιστα: περίπου στη μέση / (φρ.) καὶ μάλιστα: βεβαιότατα, και ιδιαίτερα
μανθάνω
α. διαπιστώνω, κατανοώ / β. (με αποπειρατική σημασία) ρωτώ, ζητώ να μάθω, ερευνώ για κάποιο θέμα / γ. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις, εννοώ / (φρ.) μανθάνεις; : καταλαβαίνεις; / (φρ.) πάνυ μανθάνω: καταλαβαίνω πολύ καλά / (φρ.) μάνθανε ὢν...: να ξέρεις ότι είσαι ...
(αττ.) τί μαθών; : για ποιο λόγο;
μαρτυρέω-ῶ
α. είμαι μάρτυρας, καταθέτω μαρτυρία / μαρτυρῶ τινί: είμαι μάρτυρας υπέρ κάποιου / β. (με αιτιατ. πράγματος) ως μάρτυρας επιβεβαιώνω κάτι / γ. (με απρμφ.) καταθέτω ως μάρτυρας/μαρτυρία ότι ...
μεθίημι
Ι. (ενεργ.) α. χαλαρώνω κάτι δεμένο ή τεντωμένω, αφήνω να φύγει / β. απαλλάσσω κάτι από κάτι, ανακουφίζω
ΙΙ. (μέσο) χαλαρώνω τις προσπάθειές μου, αδρανώ, αμελώ, χρονοτριβώ
μεθίστημι
Ι. (ενεργ.) α. τοποθετώ διαφορετικά, αντικαθιστώ, υποκαθιστώ, ανταλλάσσω / β. μετατοπίζω,μετακινώ, μεταθέτω
ΙΙ. (μέσο) α. αλλάζω τη θέση μου, μετακινούμαι / αποσύρομαι, αποχωρώ / β. αποσκιρτώ προς άλλη μερίδα, αποστατώ, επαναστατώ
μέλας-μέλαινα-μέλαν
ο μαύρος-η-ο
μέλλησις-εως
αναβλητικότητα, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή
μέλλω
α. σκέφτομαι, έχω κατά νου, σκοπεύω να, έχω κατά νου να / β. είμαι από τη μοίρα προορισμένος να κάνω κάτι / γ. αναβάλλω, βραδύνω, διστάζω, λεπτολογώ
μέλω
είμαι αντικείμενο φροντίδας ή σκέψης / (φρ.) πᾶσι μέλω: αποτελώ φροντίδα για όλους τους ανθρώπους, όλοι ασχολούνται με μένα / (φρ.) μέλει μοι πόλεμος: ο πόλεμος αποτελεί το αντικείμενο των φροντίδων μου / (φρ.) μέλει μοι εἰδέναι: μ' εναδιαφέρει να μάθω / μέλει μοι τινος = μέλημα ἐστί μοι περί τινος: ενδιαφέρομαι, φροντίζω για κάτι
μέμφομαι
ψέγω, κατηγορώ, επιτιμώ, επιπλήττω, επιρρίπτω μομφή
μενετός-ή-όν
αυτός που μένει στη θέση του / αυτός που μπορεί να περιμένει / (φρ.) οἱ καιροὶ οὐ μενετοί:  οι ευκαιρίες δεν περιμένουν (να τις εκμεταλλευτείς)
μένω
α. μένω, περιμένω, μένω σταθερός στη θέση μου, υπομένω (για καταστάσεις), εξακολουθώ να ισχύω, μένω αμετάβλητος / β. περιμένω για κάτι, προσδοκώ, καραδοκώ
μέρος-ους
α. μερίδιο, αυτό που αναλογεί σε κάποιον, κληρονομιά / β. η σειρά κάποιου / (φρ.) ἐν μέρει: κατά σειρά, με τη σειρά του ο καθένας, κατά το αναλογούν / (φρ.) ἀνὰ μέρος = κατὰ μέρος: κατά σειρά, αλληλοδιαδόχως, διαδοχικά / (φρ.) κατὰ τὸ ἐμὸν μέρος: όσον αφορά εμένα, όσο με αφορά / (φρ.) τοὐμὸν μέρος / τὸ σὸν μέρος: ως προς εμένα / ως προς εσένα / (φρ.) ἐν μέρει τινὸς τιθέναι = ἐν λόγῳ ποιοῦμαι τινά: θεωρώ κάποιον ως κάτι / (φρ.) ἐν οὐδενός μέρει τίθημι τινά: θεωρώ κάποιον ανάξιο λόγου
μέσος-η-ον
ο μέσος, αυτός που βρίσκεται στο μέσον / (φρ.) μέσον ἦμαρ: το μέσο της ημέρας, μεσημέρι / (φρ.) ἐς μέσον τίθημι τινί τι: ορίζω βραβείο και το τοποθετώ στη μέση / (φρ.) ἐς μέσον ἀμφοτέροις δικάζω: δικάζω με τρόπο αμερόληπτο / (φρ.) ἐκ τοῦ μέσου καθέζομαι: κάθομαι ουδέτερος
μεσότης-ητος
το μέσο ανάμεσα σε ακρότητες, μετριοπάθεια, μετριοφροσύνη
μεταδοκέω-ῶ
αλλάζω, μεταβάλλω γνώμη, άποψη
μεταλαμβάνω
Ι. (ενεργ.) α. παίρνω ένα μέρος από κάτι, συμμετέχω σε κάτι
ΙΙ. (μέσο) μεταλαμβάνομαί τινος = ἀντιποιοῦμαί τινος: επιδιώκω να οικειοποιηθώ, να σφετεριστώ κάτι / γ. παίρνω κάτι αντί για κάτι άλλο, ανταλλάσσω
μεταμέλει (απρόσωπο)
μετανιώνω για κάτι / (φρ.) μεταμέλει μοι τοῦ πεπραγμένου: μετανιώνω για ό,τι έγινε / (φρ.) μεταμέλει μοι οὕτως ἀπολογησαμένῳ: μετανιώνω γιατί απολογήθηκα κατ' αυτόν τον τρόπο
μέτεστι (απρόσωπο)
μέτεστί μοι τινός: μετέχω σε κάτι, παίρνω μέρος σε κάτι / μετόν: υπαρχούσης συμμετοχής, δικαιώματος / (φρ.) μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον: συμμετέχουν όλοι εξ' ίσου
μετέρχομαι
α. έρχομαι, πηγαίνω μαζί με άλλους / β. ἐπέρχομαι: επιτίθεμαι, προσβάλλω / γ. απέρχομαι, πηγαίνω σε άλλο μέρος / δ. (με αιτιατ.) πηγαίνω να ζητήσω κάτι / επιδικώκω, αναζητώ
ε. (αττ. δικαν. όρος) διώκω δικαστικά κάποιον
μήνη-ης
σελήνη


Ν


ναυκρατέω-ῶ
υπερισχύω, κυριαρχώ στη θάλασσα
νέμεσις-εως
α. δικαιολογημένη αγανάκτηση, οργή, έχθρα για κάτι άδικο / β. φθόνος
νέμω
Ι. (ενεργ.) διανέμω, μοιράζω, απονέμω, παραχωρώ
ΙΙ. (μέσο) μοιράζομαι μαζί με άλλους / έχω, απολαμβάνω, νέμομαι, καρπώνομαι, εκμεταλλεύομαι / γ. κατοικώ, ενοικώ, καταλαμβάνω / δ. διοικώ, κυβερνώ, διευθύνω, διέπω, χειρίζομαι / ε. (για βοσκούς) οδηγώ στη βοσκή, βόσκω, περιποιούμαι
νήπιος-α-ον
α. αυτός που δε μιλά / το νήπιο, το μωρό / β. ο παιδαριώδης, ανότητος, εντελώς ανίκανος
νήφω
δεν πίνω κρασί, είμαι νηφάλιος, ζω με εγκράτεια
νομίζω
α. πιστεύω / (φρ.) νομίζω τοὺς θεούς: πιστεύω στους θεούς / β. (απρόσωπο) νομίζεται: υπάρχει, ισχύει η συνήθεια /(φρ.) τὰ νομιζόμενα νενομισμένα: ήθη και έθιμα, συνήθειες / τὰ νόμιμα: οι νόμοι / γ. θεωρώ, αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι ως κάτι / (φρ.) τοὺς κακοὺς χρηστοὺς νομίζειν: το να θεωρείς τους κακούς (ανήθικους, έκφυλους) ως καλούς (ενάρετους, ηθικούς κ.λ.π.)



Ξ


ξενηλασία
το να διώχνεις τους ξένους
ξενία
α. η φιλοξενία, τα δικαιώματα του φιλοξενούμενου / β. η φιλόξενη υποδοχή / (φρ.) ξενίας (γραφὴν) φεύγω: καταγγέλλομαι γιατί, παρόλο που ήμουν φιλοξενούμενος, οικειοποιήθηκα δικαιώματα πολίτη


Ο


οἰκεῖος-α-ον
α. αυτός που ανήκει στον οίκο, οικιακός / τὰ οὶκεῖα: οι υποθέσεις του σπιτιού / η περιουσία /
β. συγγενής, οικείος, φίλος / γ. (για πράγματα) αυτό που μου ανήκει, ιδιωτικό, ιδιαίτερο / (φρ.) ἡ οἰκεία (γῆ): η χώρα, η πατρίδα
οἰκέτης-ου
δούλος του σπιτιού, υπηρέτης / οἱ οἰκέται: τα γυναικόπαιδα κάποιου σπιτιού
οἰκέω-ῶ
α.κατοικώ / ἡ οἰκουμένη (γῆ) = τὸ κατοικούμενο: πολιτισμένο τμήμα της γης /
β. διοικώ, διευθύνω, κυβερνώ / (φρ.) ἡ πόλις οἰκεῖ κακῶς: η πόλη διοικείται με λάθος τρόπο
οἰκίζω
α. χτίζω οικία, οικοδομώ / β. θεμελιώνω, ιδρύω νέα αποικία, νέο συνοικισμό / γ. εγκαθιστώ κάποιον ως άποικο / μετακινώ, μετατοπίζω
οἴκοι = οἴκοθι
στο σπίτι, στην πατρίδα / οἴκονδε: προς το σπίτι, την πατρίδα / οἴκοθεν: από το σπίτι, την πατρίδα / τὰ οἴκοι: οι οικιακές υποθέσεις / οι υποθέσεις της πατρίδας / ἡ οἴκοι (= πόλις): η πατρίδα
οἰκτείρω
λυπάμαι κάπιον, αισθάνομαι οίκτο, συμπονώ, συμμερίζομαι τον πόνο του
οἰκτρός-ά-όν
αξιοθρήνητος, ελεεινός
οἰμωγή-ῆς
κραυγή, θρήνος, οδυρμός
οἰνόω-ῶ
μεθώ, είμαι μεθυσμένος, συμπεριφέρομαι απαράδεκτα
οἴομαιοἶμαι
φαντάζομαι, θεωρώ, υποθέτω
οἷος-α-ον
α. σε ανεξάρτητες επιφωνηματικές προτάσεις δηλώνει έκπληξη, απορία, θαυμασμό π.χ. οἷος μῦθος: τι λόγος! / β. δηλώνει σύγκριση που αναφέρεται σε προηγούμενο τοῖοςτοιόσδε που μπορεί συχνά να παραλείπονται π.χ. οἷος ἀστὴρ εἶσι: πλανάται, περιφέρεται όπως ένα αστέρι / γ. εισάγει συχνά επιρρηματικούς προσδιορισμούς της αιτίας οἷος δὴ, οἷον δὴ: για να δηλώσει το αναμφίβολο της αιτιολογίας (= ως γνωστόν) / δ. συνάπτεται συχνά με υπερθετικούς βαθμούς επιθέτων ως επιτακτικό π.χ. οἷον χαλεπώτατον: όσο το δυνατόν πιο  δυσάρεστο, δύσκολο / ε. σχηματίζει περιφράσεις οἷος τ' εἰμί: είμαι τέτοιος που, είμαι σε θέση να, μπορώ να / (απρόσωπο) οἷον τ' ἐστίν: είναι δυνατόν
οἴχομαι
έχω φύγει, είμαι φευγάτος (αντίθ. ἥκω = έχω έρθει, ήρθα) / με κατηγορ. μτχ. μεταφράζεται ως επιρρηματικός προσδιορισμός (π.χ. οἴχεται φεύγων: έφυγε τροχάδην) / (αττ.) πεθαίνω (συνών.) θνῄσκω
ὀκνέω-ῶ
α. δειλιάζω, διστάζω από φόβο, αποφεύγω, δεν αποτολμώ να κάνω κάτι / β. (για φόβο ηθικό) ντρέπομαι να κάνω κάτι
ὄλβιος-α-ον
μακάριος, ευτυχισμένος, ευλογημένος, πλούσιος
ὀλίγος-η-ον (αντίθ. πολύς)
α. οἱ ὀλίγοι: οι άρχοντες στις ολιγαρχίες (αντίθ. τὸ πλῆθος, οἱ πολλοί) / β. (φρ.) ὀλίγου δεῖ: λίγο έλειψε να / ὀλίγου (με παράλειψη του δεῖ): σχεδόν, παρά λίγο / δι' ὀλίγου (ενν. χώρου): σε μικρή απόσταση / (ενν. χρόνου) σε λίγο, αμέσως μετά / (φρ.) δι' ὀλίγων: με λίγες λέξεις, σύντομα / (φρ.) ἐν όλίγῳ (χώρῳ): σε μικρή περιοχή / ἐν όλίγῳ (φρ.) (χρόνῳ) μέσα σε λίγο χρόνο, γρήγορα / (φρ.) κατ' ὁλίγον: σταδιακά, σιγά σιγά / (φρ.) παρ' ὀλίγου= ὀλίγου: σχεδόν, παρά λίγο / ὀλιγίστου: παρά τρίχα
ὀλοφύρομαι
κλαίω, θρηνώ, οδύρομαι, στενάζω, πενθώ
ὄμβρος-ου
θύελλα με βροχή, καταιγίδα
ὁμιλέω-ῶ
είμαι μαζί με κάποιον, είμαι σύντροφος κάποιου, συναναστρέφομαι κάποιον
ὄμνυμιὀμνύω
ορκίζομαι
ὅμοιος-α-ον
όμοιος, σύμφωνος, ανάλογος με κάτι ή κάποιον / (φρ.) τὴν ὁμοίαν (δίκην χάριν) διδόναι: το ν' ανταποδίδεις τα ίσα / (φρ.) ἐν ὁμοίῳ ποιοῦμαι τι: θεωρώ κάτι εξ' ίσου άξιο, έντιμο / (φρ.) ἐπ' ἴση καὶ ὁμοία: επί ίσοις όροις, υπό τις ίδιες συνθήκες / οἱ ὅμοιοι: όσοι είχαν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα, οι ευγενείς
ὁμολογέω-ῶ
α. λέω τα ίδια με κάποιον, συμφωνώ με κάποιον / β. συνάπτω συμφωνία, έρχομαι σε διαπραγματεύσεις, συμφωνώ ως προς τους όρους / (φρ.) ὁμολογῶ ἐπί τισιν: κάνω συμφωνία υπό κάποιους όρους / (φρ.) οὐδέν ὁμολογῶ τινι: είμαι απολύτως άσχετος με κάποιον / (απρόσωπο) ὁμολογεῖται: θεωρείται ως δεδομένο, αληθές / τὰ ὁμολογούμενα ὡμολογημένα: τα συμφωνημένα
ὄνειδος
μομφή, ψόγος, επιτίμηση, έλεγχος
ὀνίνημι
ωφελώ, ευεργετώ, βοηθώ, υποστηρίζω
ὅρκιον (τό, συνηθέστερα: τὰ ὅρκια)
οι θυσίες και οι υπόλοιπες τελετές που γίνονταν κατά τους επίσημους όρκους και σπονδές, αυτά για τα οποία ορκίζεται κανείς, οι όροι της συνθήκης, η συνθήκη / (φρ.) ὅρκια τέμνεσθαι: σύναψη συνθήκης / (φρ.) ὅρκια συγχέειν ψεύσασθαι: καταπατώ τους όρκους (αντίθ. ὅρκια φυλάττειν τηρεῖν: εφαρμόζω τους όρκους)
ὁρμάω-ῶ
α. βάζω σε κίνηση, παρορμώ, εξωθώ / εξεγείρω / β. ορμώ, εφορμώ / έχω έντονη επιθυμία να κάνω κάτι / (φρ.) ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος: διαθέτοντας στην αρχή μικρότερα χρηματικά κεφάλαια / (φρ.) ὁ λόγος ὥρμηται: η είδηση εξαπλώθηκε (διαδόθηκε) με καταπληκτική ταχύτητα
ὁρμέω-ῶ
α. είμαι αγκυροβολημένος, προσωρμισμένος / β. στηρίζω τις ελπίδες μου σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον
ὁρμίζω
οδηγώ το πλοίο σε λιμάνι / (φρ.) ὁρμίζομαι πρὸς πέδον: κατευθύνομαι σε παραλία και αράζω
ὅρος-ου
α. όριο, σύνορο, τέρμα / β. κανόνας, μέτρο
ὀρροδέω-ῶ
καταλαμβάνομαι από φρίκη, τρέμω, φοβάμαι
ὅσος-η-ον
τόσο μεγάλος όσο... / (φρ.) ὅσα πλεῖστα ή πλεῖστα ὅσα: όσο το δυνατόν περισσότερα / (φρ.) ὅσον τε: περίπου / (φρ.) ὅσον μόνον: τόσο μόνο / (φρ.) ὅσον ἐπὶ: εφ' όσον... / (φρ.) ὅσον τάχος ὅσον τάχιστα: όσο το δυνατόν γρηγορότερα / (φρ.) ὅσον αὐτίκα ὅσον ούκ ἤδη: σχεδόν αμέσως / (φρ.) οὐχ ὅσον: όχι μόνον δεν...
οὗτος-αὕτη-τοῦτο
αυτός, αυτός εδώ / (φρ.) καὶ ταῦτα: και ιδιαίτερα, και μάλιστα, και προπαντός / (φρ.) καὶ ταῦτα μὲν δὴ ταῦτα: όσα είπα (αυτά) είναι αρκετά γι' αυτό το θέμα / ταῦτα = διὰ ταῦτα: γι' αυτό το λόγο / ταῦτ' ἄρα = ταῦτ' οὖν: γι' αυτό, λοιπόν, το λόγο / ταύτῃ: α. (για τόπο) σ' αυτόν τον τόπο, β. (για τρόπο) μ' αυτόν τον τρόπο
ὀφλισκάνω
οφείλω, χρωστώ, δημιουργώ χρέη / (φρ.) δίκην ὀφλισκάνω: καταδικάζομαι, χάνω τη δίκη / (φρ.) ὀφλισκάνω ἐρήμην τὴν δίκην: καταδικάζομαι ερήμην / (φρ.) ὀφλισκάνω ἀρπαγῆς τε καί κλοπῆς δίκην: καταδικάζομαι για αρπαγή και κλοπή / (φρ.) ὀφλισκάνω (δίκην) φόνου: καταδικάζομαι για φόνο / (φρ.) ὀφλισκάνω δίκην θανάτου: καταδικάζομαι σε θάνατο / ὀφλισκάνω ζημίαν χρήματα: καταδικάζομαι να πληρώσω / ὀφλισκάνω δειλίαν: θεωρούμαι δειλός
ὀψέ (επίρρ.)
α. μετά από πολύ χρόνο, αργά / β. αργά προς το βράδυ, βράδυ (π.χ. ὀψέ τῆς ἡμέρας)


Π


παιδεύω
α. διατρέφω, ανατρέφω, μεγαλώνω το παιδί, διδάσκω, εκπαιδεύω, οδηγώ, καθοδηγώ / συνηθίζω κάποιον σε κάτι / ὁ πεπαιδευμένος: ο μορφωμένος (αντίθ. ἀπαίδευτος) / β. διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ, κολάζω
παιδοτρίβης-ου
δάσκαλος γυμναστικής, γυμναστής, προπονητής
παίω
χτυπώ
παλαιός-ά-όν
α. (για πρόσωπα) γέροντας, ηλικιωμένος / οἱ παλαιοί: οι αρχαίοι πρόγονοι / παλαιὸς χρόνος: τα παλιά χρόνια / τὸ παλαιόν = τὸ πάλαι: κατά τους παλιούς χρόνους / (φρ.) ἐκ παλαιοῦ = παλαιόθεν: από παλιά
πάλιν (επίρρ.)
α. (για τόπο) πίσω, προς τα πίσω / β. (για χρόνο) πάλι, ξανά
πανάκεια-ας (<πᾶς+ ἀκέομαι)
φάρμακο που θεραπεύει κάθε αρρώστια
πάνδημος-ος-ον
αυτός που ανήκει σε όλη την πόλη, κοινός, γενικός, καθολικός, προσιτός σε όλους / (φρ.) πάνδημος πόλις: το σύνολο της πόλης (όλοι οι πολίτες της πόλης)
πανοῦργος-ος-ον
ο ικανός να διαπράξει τα πάντα, έτοιμος, πρόθυμος για όλα / πρόθυμος για κάθε είδους έκγλημα, ασυνείδητος, παμπόνηρος, απατεώνας, ύπουλος, δόλιος / τὸ πανοῦργον = η πανουργία: ασυνειδησία, δολιότητα
παντοδαπός-ή-όν
κάθε είδους
πάντως (επίρρ.)
ολοκληρωτικά, εντελώς, όλως διόλου / (φρ.) πάντως οὐ: με κανένα τρόπο, καθόλου, επ' ουδενί λόγω
πάνυ (συνων. λίαν, ἄγαν)
πάρα πολύ,  υπερβολικά
παραβάλλω
α. ρίχνω κάτι δίπλα σε κάτι ή κάποιον / β. βάζω κάτι να συγκριθεί ή να συναγωνιστεί με κάτι / γ. εκθέτω κάτι σε κίνδυνο, διακινδυνέυω
παραγγέλλω
α. μεταφέρω κάποια αγγελία απ' τον ένα στον άλλο / β. (στρατιωτικός όρος) δίνω το σύνθημα, πρόσταγμα, διαταγές / γ. προτρέπω, συνιστώ, συμβουλεύω / δ. (με αιτιατ. πράγματος) δίνω εντολή να ετοιμαστεί.... / (φρ.) σιτία παραγγέλλω: διατάζω να ετοιμαστούν τρόφιμα / τὰ παραγγελλόμενα = τὰ παρηγγελμένα: οι διαταγές
παραγίγνομαι
α. παρευρίσκομαι, παρίσταμαι, βρίσκομαι κοντά σε κάποιον / β. έρχομαι στο πλευρό κάποιου για βοήθεια, βοηθώ, υποστηρίζω / γ. (για πράγματα) είμαι κοντά, συμβαίνω / δ. φθάνω κάπου, στον προορισμό μου, στο τέρμα
παράγω
α. οδηγώ κοντά, δίπλα, στην άκρη, μακριά / β. παραπλανώ, εξαπατώ / γ. παρουσιάζω κάποιον ως ομιλητή ή μάρτυρα
παραιτέομαι-οῦμαι
α. ζητώ κάτι από κάποιον, παρακαλώ για κάτι, ικετεύω / β. συγκινώ κάποιον με ικεσίες
παραμυθέομαι-οῦμαι
παρηγορώ κάποιον / καταπραΰνω, καθησυχάζω / συμβουλεύω
παράνομος-ος-ον
παράνομος, όχι νόμιμος, άδικος / (αττ. δικαν. όρος) παράνομα γράφω: προτείνω πράγματα αντίθετα με τους ισχύοντες νόμους / (αττ. δικαν. όρος) γράφομαί τινα παρανόμων: καταγγέλλω κάποιον γιατί προτείνει πράγματα αντίθετα με τους νόμους / (αττ. δικαν. όρος) γραφή παρανόμων: μήνυση για παράνομες προτάσεις / παρανόμων (γραφήν) φεύγω: καταγγέλλομαι γιατί προτείνω παράνομα
παραπλέω
α. πλέω δίπλα σε κάτι, κοντά σε κάτι, περνώ με πλοίο / β. πλέω κατά μήκος των ακτών
παρασκευάζω
α. ετοιμάζω, προετοιμάζω, έχω κάτι έτοιμο, προμηθεύω, εξασφαλίζω, παρέχω, εφοδιάζω
β. καθιστώ κάποιον τέτοιον ή αλλοιώτικο
παραχρῆμα (επίρρ.)
αμέσως, στη στιγμή / (φρ.) ἡ παραχρῆμα ἀνάγκη: η άμεση ανάγκη / (φρ.) ἐκ τοῦ παραχρῆμα: πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία
πάρειμι
α. είμαι δίπλα, κοντά σε κάποιον, είμαι παρών, παραστέκομαι / β. έχω φθάσει σε κάποιον τόπο / (φρ.) πάρεστί μοι: είναι στην εξουσία μου, είναι δυνατόν να γίνει κάτι / (φρ.) παρόν = ἐξόν / (φρ.) τὰ παρόντα: οι παρούσες συνθήκες, η παρούσα κατάσταση πραγμάτων / (φρ.) τὸ παρὸν = νῦν
παρέρχομαι
α. περνώ δίπλα από κάποιον ή κάτι και φεύγω, απομακρύνομαι / β. (για χρόνο) περνώ φέυγω / (φρ.) ὁ παρελθὼν χρόνος: ο χρόνος που πέρασε / γ. ξεπερνώ κάποιον στην εξυπνάδα, εξαπατώ κάποιον / δ. παραμελώ, καταφρονώ, αψηφώ, παραβλέπω / ε. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι μπροστά σε κάποιον για να μιλήσω
παρέχω
α. έχω κάτι κοντά, προβάλλω κάτι, προμηθεύω, παρέχω, χορηγώ / β. (για πράγματα) παράγω, προξενώ, προκαλώ / παραδίδω, επιστρέφω / γ. προσφέρω, παρουσιάζω (κάποιον ή τον εαυτό μου), φαίνομαι (με κατηγορ. μτχ.) / δ. (απρόσωπο) παρέχει τινί: επιτρέπεται σε κάποιον, είναι στο χέρι του να ... / παρέχον, παρασχόν = παρόν, ἐξὸν (αιτιατ. απόλυτη) / (φρ.) παρέχομαί τινα μάρτυρα: προτείνω κάποιον ως μάρτυρά μου / ε. καθιστώ κάποιον τέτοιον ή τέτοιον
παρίημι
Ι. (ενεργ.) α. αφήνω κάτι να πέσει κοντά / β. αφήνω κατά μέρος, παραλείπω, αμελώ, παραμελώ / γ. λύνω, χαλαρώνω, ελαττώνω, μετριάζω / δ. υποχωρώ, παραιτούμαι, αποσύρομαι από κάτι
ΙΙ. (μέσο) παρίεμαί τινα: προσελκύω κάποιον, τον παίρνω με το μέρος μου
παρίστημι
Ι. (ενεργ.) κάνω κάτι να σταθεί δίπλα, τοποθετώ κάτι κάπου κοντά, παρουσιάζω κάποιον ή κάτι, εισηγούμαι κάτι / (φρ.) τὸ παριστάμενον: οι παρούσες συνθήκες
ΙΙ. (μέσο) α. έρχομαι σε διαπραγματεύσεις, σε συμφωνία με κάποιον / β. (απρόσωπο) παρίσταταί μοι: μου άρχεται στο νου κάτι, μου έρχεται η ιδέα / γ. (για γεγονότα) ισχύω, συμβαίνω
παριτητέονπαριτητέα (ρηματικό επίθετο)
πρέπει να πλησιάσει κάποιος, να παρουσιαστεί
πααροινέω-ῶ
φέρομαι σαν μεθυσμένος, συμπεριφέρομαι βίαια και προσβλητικά
παρρησία-ας
η ελευθερία του λόγου, το δικαίωμα να λέει κανείς τα πάντα
πᾶς-πᾶσα-πᾶν
α. όλος, ολόκληρος, όλοι / (φρ.) εἰς πᾶν κακοῦ: στον υπέρτατο βαθμό της συμφοράς, της δυστυχίας / πᾶς τις: ο καθένας ξεχωριστά / (φρ.) παντὸς μᾶλλον: περισσότερο απ' τον καθένα, το κάθε τι / β. αριθμητικό + πᾶς: δήλωση ακριβούς αριθμού π.χ. ἑννέα πάντες: εννέα ακριβώς / (φρ.) οὐ τὸ πᾶν: διόλου, καθόλου / (φρ.) περί (παντός, πολλοῦ, οὐδενός, πλείονος, πλείστου κ.λ.π.) ποιοῦμαι τινά: εκτιμώ κάποιον περισσότερο από κάθε άλλον / (φρ.) διά παντός: διαρκώς, πάντοτε, για πάντα
πάσχω
α. πάσχω, υποφέρω, επηρεάζομαι από κάτι (αντίθ. δρῶ, ποιῶ, πράττω) / (φρ.) κακῶς πάσχω: δυστυχώ (αντίθ. εὖ πάσχω: ευτυχώ) / (φρ.) κακῶς πάσχω ὑπό τινος: κακοποιούμαι από κάποιον (αντίθ. εὖ πάσχω ὑπό τινος: ευεργετούμαι από κάποιον) / (φρ.) πάσχω ταὐτόν ὅπερ ἄλλοι: μου συμβαίνει ό,τι και σε άλλους
πεῖρα-ας
δοκιμή, πείραμα, απόπειρα / εμπειρία / (φρ.) πεῖραν ἔχω: έχω πείρα σε κάποιον τομέα, είμαι έμπειρος σε κάτι / πεῖραν ποιοῦμαί τινος: δοκιμάζω κάτι
πέλας (επίρρ.)
κοντά, πλησίον, πολύ κοντά (αντίθ. ἐκάς)
πέμπω
Ι. (ενεργ.) στέλνω, στέλνω μακριά, ξαποστέλνω
ΙΙ. (μέσο) πέμπομαί τινα = μεταπέμπομαί τινα: στέλνω για κάποιον, στέλνω να μου φέρουν κάποιον
πένης-ητος
μεροκαματιάρης, φτωχός
περιαιρέω-ῶ
Ι. (ενεργ.) α. αφαιρώ κάτι που υπάρχει γύρω από κάτι άλλο, (π.χ. τείχη πόλης) / β. αφαιρώ, απομακρύνω
ΙΙ. (παθητικό) απογυμνώνομαι, αποστερούμαι από κάτι
περιγίγνομαι
α. υπερέχω, υπερτερώ, υπερισχύω, επικρατώ, νικώ / β. (για πρόσωπα) επιζώ, διασώζομαι, διαφεύγω / γ. (για πράγματα) περισσεύω, μένω περίσσευμα / μένω ως αποτέλεσμα / μένω ως κέρδος
περιοράω-ῶ
α. βλέπω ολόγυρα αναζητώντας κάποιον, περιμένω / β. παραβλέπω, ανέχομαι, περιφρονώ
περιουσία-ας
α. το περίσσευμα, το πλεόνασμα, το υπόλοιπο / πληθώρα, αφθονία, πλούτος / β. ανωτερότητα, υπεροχή σε αριθμό και δύναμη
περιστέλλω
α. ντύνω, περιβάλλω, περιτυλίγω / ντύνω και στολίζω νεκρό / ενταφιάζω / β. φροντίζω για κάτι, κάποιον / προστατεύω, υπερασπίζομαι / διατηρώ, διαφυλάσσω
πήγνυμι
μπήγω, καρφώνω, στερεώνω / συναρμόζω, συναρμολογώ / χτίζω, κατασκευάζω
πίμπλημι
γεμίζω, συμπληρώνω, γεμίζω κάποιον με κάτι
πίμπρημι
βάζω φωτιά, καίω, πυρπολώ
πιστεύω
δείχνω εμπιστοσύνη σε κάποιον, εμπιστεύομαι κάπιον / (με απρμφ.) είμαι βέβαιος, έχω την πεποίθηση ότι
πιστός-ή-όν
α. (για πρόσωπα) πιστός, έμπιστος, ειλικρινής, αληθινός / άξιος εμπιστοσύνης, αξιόπιστος / β. (για πράγματα) βέβαιος, ασφαλής / πιθανός, πιστευτός / τὸ πιστόν = ἡ πίστις: εγγύηση, ασφάλεια, ενέχυρο, διαβεβαίωση
πλεῖστος-η-ον (υπερθετικός του πολύς)
(φρ.) ἡ πλείστη τῆς στρατειᾶς: το μεγαλύτερο μέρος του στρατού / (φρ.) ἡ πλείστη γνώμη ἦν: η κυρίαρχη γνώμη ήταν / (φρ.) ὅσοι πλεῖστοι: όσο το δυνατόν περισσότεροι / (φρ.) ἐν τοῖς πλείστοις: οι περισσότεροι περίπου / πλεῖστον: μάλιστα / τὸ πλεῖστον: κατά το μεγαλύτερο μέρος, ως επί το πλείστον / (φρ.) διὰ πλείστου: σε πολύ μεγάλη απόσταση, πάρα πολύ μακριά / ἐπί πλεῖστον: σε πάρα πολύ μεγάλη έκταση / (φρ.) περὶ πλείστου: πάρα πολύ
πλείωνπλέων, τὸ πλεῖονπλέον (συγκριτικός του πολύ)
(φρ.) οἱ πλέονες: ο μεγαλύτερος αριθμός, οι περισσότεροι / ο λαός, ο όχλος / (φρ.) οὐ τὸ πλέον: όχι τόσο πολύ / (φρ.) πλέον ἔχω: πλεονεκτώ, έχω το μεγαλύτερο μέρος από κάτι, υπερέχω σε κάτι (αντίθ. ἔλλαττον ἔχω: μειονεκτώ, είμαι κατώτερος) / (φρ.) ἐς πλέον: περισσότερο
πλῆθος-ους
α. πλήθος, μεγάλος αριθμός, όχλος, λαός / οι κάτοικοι, οι πολίτες (συνών. ὁ δῆμος = η δημοκρατία)
πλήθω
είμαι πλήρης, γεμάτος / (φρ.) πλήθουσα σελήνη: πανσέληνος
πόθεν
από πού; (αντίθ. ποθέν: από κάποιο τόπο, από κάπου)
ποιέω-ῶ
Ι. (ενεργ.) κάνω κάτι με το χέρι, κατασκευάζω, παράγω, δημιουργώ, εκτελώ
ΙΙ. (μέσο) α. καθιστώ κάτι τέτοιο ή τέτοιο / β. θεωρώ, λογαριάζω, εκτιμώ κάτι ως τέτοιο ή τέτοιο / (φρ.) δεινὸν ποιοῦμαι τι: θεωρώ κάτι φοβερό / (φρ.) περὶ πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ποιοῦμαι: εκτιμώ πολύ... / (φρ.) περὶ ὀλίγου (ἐλαχίστου-οὐδενὸς) ποιοῦμαι: εκτιμώ λίγο... / (φρ.) εὖ ποιῶ τινά: ευεργετώ (αντίθ. κακῶς ποιῶ τινά: βλάπτω)
ΙΙΙ. (παθητικό) εὖ πάσχω: ευεργετούμαι (αντίθ. κακῶς πάσχω: βλάπτομαι)
πολέμιος-α-ον
α. αυτός που ανήκει στον πόλεμο / τὰ πολέμια: οι πολεμικές επιχειρήσεις / β. εχθρικός, αντίπαλος, εχθρός / (φρ.) οἱ πολέμιοι: οι εχθροί, οι αντίπαλοι / (φρ.) ἡ πολεμία (γῆ): η εχθρική χώρα, η χώρα των εχθρών / (φρ.) τὸ πολέμιον: η έχθρα, η εχθρότητα
πολιτεία
α. η σχέση του πολίτη προς το κράτος (=πόλις), η κατάσταση και τα δικαιώματα του πολίτη, τα πολιτικά δικαιώματα / β. το πολίτευμα, το πολιτικό σύστημα, το είδος του πολιτεύματος
πολιτεύω
Ι. (ενεργ.) είμαι πολιτης, ζω ως πολίτης, είμαι ελεύθερος πολίτης
ΙΙ. (αποθετικό) παίρνω μέρος στην πολιτική ζωή της πόλης
πόνος-ου
κόπος, μόχθος, κοπιαστική εργασία, εργασία, βάσανος / αγώνας έργου
πορίζω
α. φέρνω, οδηγώ, μεταφέρω, προσκομίζω / β. προμηθεύω, εφοδιάζω, χορηγώ / γ. επινοώ, μηχανεύομαι, σχεδιάζω
πόρος-ου
α. πέρασμα, δίοδος / διάβαση, μονοπάτι / β. μέθοδος εξεύρεσης χρημάτων / γ. επινόημα, τέχνασμα, μέθοδος, τρόπος
πρᾶγμα-ατος
α. έργο, πράξη / β. γεγονός, ζήτημα, υπόθεση, σπουδαία υπόθεση / (φρ.) οὐδέν πρᾶγμα: δε γίνεται ζήτημα, δεν πειράζει / (φρ.) οἱ ἐν τοῖς πράγμασι = οἱ ἐν τέλει: οι άρχοντες / (φρ.) πράγματα ἔχω ή παρέχω: έχω/δημιουργώ προβλήματα
πράττω πράσσω
α. περνώ, διαπερνώ, προχωρώ, πράττω, διαπράττω, κατορθώνω, εκτελώ, ευεργετώ, πραγματοποιώ κ.λ.π. / (φρ.) πράττω τὰ ἴδια: φροντίζω, ασχολούμαι με τις προσωπικές μου υποθέσεις (αντίθ. πράττω τὰ κοινά/τὰ τῆς πόλεως: διαχειρίζομαι τις υποθέσεις της πόλης, ασχολούμαι με την πολιτική) / β. (με επίρρημα) βρίσκομαι στην κατάσταση που δηλώνει το επίρρημα: εὖ πράττω: ευτυχώ (αντίθ. κακῶς πράττω: δυστυχώ) (συνων. εὖ ἔχω, αντίθ. κακῶς ἔχω) / γ. πράττω τινά τι = δρῶ τινά τι: προξενώ σε κάποιον κάτι / (φρ.) πράττω τινά ἀργύριον: απαιτώ και παίρνω από κάποιον χρήματα / (φρ.) πράττω φόνον: απαιτώ τιμωρία για φόνο που διαπράχθηκε, εκδικούμαι το φόνο κάποιου
προαιρέω-ῶ
α. παίρνω κάτι από κάτι άλλο / β. (μέσο) προτιμώ κάτι από κάτι άλλο, διαλέγω κάτι / γ. σκοπεύω, προτίθεμαι, είμαι αποφασισμένος να κάνω κάτι
προλέγω
α. λέω από πριν, προφητεύω / β. διακηρύσσω δημόσια / γ. προειδοποιώ, αποτρέπω, διατάζω
προμηθής-ής-ές
αυτός που σκέφτεται από πριν, προσεκτικός, συνετός
προσαγορεύω
α. προσφωνώ, χαιρετίζω, απευθύνομαι σε κάποιον / β. ονομάζω, αποκαλώ κάποιον με το όνομά του
προσαρκέω-ῶ
α. (με δοτική) συντρέχω, βοηθώ κάποιον / β. (με αιτιατ. πράγματος) δίνω, παραχωρώ, παραδίδω
προσέχω
α. έχω κάτι επιπλέον / β. κρατώ κάτι και το οδηγώ σε κάποιο σημείο / (φρ.) προσέχω ναῦν: φέρνω πλοίο στο λιμάνι / (φρ.) προσέχω τῇ γῇ / τῇ νήσῳ: προσεγγίζω στην ξηρά/στο νησί /
(φρ.) προσέχω τὸν νοῦν: στρέφω την προσοχή μου σε κάτι / γ. περιποιούμαι κάποιον, αφοσιώνομαι σε κάποιον, κάτι, προσκολλώμαι, εξαρτώμαι από κάτι
πρόσκειμαι
α. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι κοντά σε κάποιον ή κάτι, πάνω σε κάτι / (φρ.) πρόσκειμαι τῷ λεγομένῳ: δίνω πίστη στο λεγόμενο / β. αφοσιώνομαι σε κάτι / είμαι έκδοτος, επιρρεπής σε κάτι, κατέχομαι από κάποιο πάθος / γ. επιμένω, πιέζω, παρακαλώ, ικετεύω
προσλαμβάνω
α. παίρνω, αποκτώ επί πλέον, κερδίζω / β. παίρνω με το μέρος μου κάποιον / ως βοηθό (με αιτιατική προσώπου) / γ. (μέσο) συμμετέχω σε κάτι, βοηθώ σε κάτι (με γενική πράγματος)
πρόσοδος-ου
α. η προσέλευση, η προσέγγιση / β. έφοδος, επίθεση (κυρίως στον πληθυντικό) / γ. εμφάνιση ρήτορα με σκοπό να δημηγορήσει / δ. (κυρίως πληθυντ.) εισόδημα, δημόσιο έσοδο, κέρδη, οφέλη
προσπίπτω
α. πέφτω πάνω σε κάποιον, χτυπώ, επιτίθεμαι, εφορμώ / β. (για πράγματα) συμβαίνω ξαφνικά / μαθαίνει κάποιος ξαφνικά κάποιο γεγονός
προστυγχάνω
α. πετυχαίνω, ευστοχώ, συναντώ κατά τύχη / β. (για γεγονότα) συμβαίνω σε κάποιον / (φρ.)
ὁ προστυγχάνων / ὁ προστυχών: ο πρώτος τυχών, ο πρώτος άνθρωπος που συναντά κανείς / (φρ.) τὰ προστυχόντα ξένια: ό,τι προσφέρεται (από τροφή) στο φιλοξενούμενο
προσφέρω
α. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι, προσαρμόζω, εφαρμόζω / β. προσφέρω, προτείνω / δίνω επί πλέον, προσθέτω / γ. φέρνω μπροστά, παρουσιάζω, προβάλλω ως μαρτυρία / κάνω προτάσεις / (παθητικό με μέσο Μέλλοντα) ορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι / δ. έρχομαι κοντά σε κάποιον, πλησιάζω κάποιον
προφαίνω
φέρνω στο φως, εμφανίζω, φανερώνω, επιδεικνύω


Ρ

ῥάδιος-ία-ιον
εύκολος / πρόθυμος, αυτός που εύκολα τον πλησιάζεις, του μιλάς (για πρόσωπα)
ῥήγνυμι
συντρίβω, σπάζω, κάνω κομμάτια, τσακίζω / σχίζω / (φρ.) ῥήγνυμι τὸ μέσον: διασπώ το κέντρο της εχθρικής παράταξης
ῥώμη-ης
σωματική δύναμη / δύναμη, ισχύς, σθένος


Σ

σβέννυμι και -ύω
α. σβήνω / β. καταβάλλω, καταπνίγω, κατευνάζω, καταπραϋνω
σεμνός-ή-όν
α. σεβαστός, σεβάσμιος, σεπτός, άγιος, ιερός / μεγαλοπρεπής, σοβαρός / β. (αρνητικά) υπερόπτης, αλαζών, κομπαστης, επιδεικτικός / (φρ.) σεμνόν βλέπω: έχω εμφάνιση σοβαρή και επίσημη, φαίνομαι σοβαρός και σπουδαίος
σημαίνω
α. δείχνω με κάποιο σημείο, φανερώνω, καθιστώ γνωστό / β. δίνω σημάδι ή σύνθημα να κάνει κάποιος κάτι
σημεῖον-ου
α. σημείο, σήμα, σημάδι / σύνθημα / β. σημαία, έμβλημα / γ. σύνορο, όριο / δ. αποδεικτικό στοιχείο, απόδειξη
σιγή-ῆς
σιγή, σιωπή, ησυχία / (φρ.) σιγὴν ἔχω: τηρώ σιγή, σιωπώ, ζω ειρηνικά / (φρ.) σιγὴν ποιοῦμαι: σιωπώ, κάνω σιωπή (ενώ πριν μιλούσα) / (επιρ.) σιγῇ: σιωπηλά / (φρ.) σιγῇ ποιοῦμαι λόγον: συνεχίζω τη συζήτηση χαμηλόφωνα, ψιθυριστά
σκεδάννυμι
σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω
σκοπέω-ῶ και σκοπέομαι-οῦμαι
βλέπω προς κάποιο πράγμα, βλέπω, παρατηρώ, θεωρώ, εξετάζω, κρίνω / προσέχω σε κάτι, αποδίδω βαρύτητα σε κάτι / (φρ.) σκοπέω τὰ ἐμαυτοῦ: εξετάζω, προσέχω τις προσωπικές μου υποθέσεις
σκώπτω
εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ, χλευάζω / αστειεύομαι, λέω αστεία
σπάω-ῶ
α. σέρνω, τραβώ, τραβώ απότομα προς τα πάνω / β. ξεριζώνω, κόβω τραβώντας προς τα πάνω, αποσπώ βίαια, παρασύρω
σπένδω
κάνω σπονδή, προσφέρω σπονδή / (επιρ.) σπουδῇ: βιαστικά / με ζήλο, προθυμία / με κόπους και βάσανα
στείχω
βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι / πλησιάζω / βαδίζω στη γραμμή
στένω
στενάζω, αναστενάζω, γογγύζω, βογκώ / θρηνώ, κλαίω, οδύρομαι
στέργω
α. αγαπώ / β. είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιιημένος, αρκούμαι σε κάτι / (φρ.) στέργω τὰ παρόντα: είμαι ικανοποιημένος με την παρούσα κατάσταση / (φρ.) στέργω τὴν τυραννίδα: υποφέρω, υπομένω την τυραννίδα / (φρ.) στέργω τοῖς παροῦσιν: είμαι ικανοποιημένος με όσα έχω, μου αρκούν όσα έχω / γ. (με αιτιατική και απαρέμφατο) παρακαλώ, ικετεύω κάποιον
συγγιγνώσκω
α. έχω την ίδια άποψη, γνώμη με κάποιον, συμφωνώ / συναινώ / β. υποχωρώ, υποκύπτω, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, ομολογώ / (φρ.) συγγιγνώκω ἐμαυτῷ: έχω τη συναίσθηση ότι ...
 / γ. συμπαθώ, κατανοώ τη συμπεριφορά κάποιου, συγχωρώ / δ. (απρόσωπο) συγγιγνώσκεταί μοι: εξασφαλίζω τη συγγνώμη κάποιου, μου δίνουν τη συγγνώμη τους, με συγχωρούν
συγγράφω
α. καταγράφω, σημειώνω, περιγράφω / ιστοριογραφώ / β. κάνω γραπτή συμφωνία, υπογράφω συμβόλαιο, σύμβαση, συνθήκη / καταγράφω τους όρους της συνθήκης / γ. διατυπώνω, καταγράφω σχέδιο ψηφίσματος
συγχωρέω-ῶ
α. συμπορεύομαι, συμβαδίζω / β. παραχωρώ τη θέση μου, παραμερίζω, αποσύρομαι, υποχωρώ, συμβιβάζομαι / γ. προσχωρώ, συμφωνώ, συναινώ, συγκατανεύω, συγκατατίθεμαι, ομολογώ / δ. (απρόσωπο) συγχωρεῖ: επιτρέπεται, είναι δυνατόν να γίνει κάτι
συμβάλλω
α. ρίχνω μαζί, στο ίδιο μέρος, συνενώνω, συνάπτω / β. κάνω σύμβαση, υπογράφω συμβόλαιο / γ. (μέσο) συνεισφέρω από την περιουσία μου, καταβάλλω ποσό / (φρ.) συμβάλλομαι ξενίαν: συνάπτω με γραπτή σύμβαση φιλικές σχέσεις / (φρ.) συμβάλλομαι (λόγους): έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον / (φρ.) συμβάλλω μάχην: μπλέκομαι σε μάχη, συνάπτω μάχη εναντίον κάποιου / (φρ.) συμβάλλω ἔχθραν/ἔριν: προκαλώ έχθρα, γίνομαι αιτία ν' αρχίσει έχθρα / γ. συναντιέμαι με κάποιον, συναντώ κάποιον κατά τύχη
δ. (αμετάβατο) συνέρχομαι, συναντιέμαι
συμφέρω
α. φέρνω μαζί, συναθροίζω, συλλέγω / συνεισφέρω / β. φέρνω σε σύγκρουση / γ. (αμετάβατο) είμαι ωφέλιμος, χρήσιμο / δ. (απρόσωπο) συμφέρει: συμφέρει, ωφελεί / ε. συμφωνώ με κάποιον / βοηθώ, συνεργάζομαι με κάποιον / έρχομαι σε συνεννόηση, σε συμφωνία με κάποιον / υποχωρώ σε κάποιον / στ. (για γεγονότα) συμβαίνω, γίνομαι /
ζ. (απρόσωπο) συμφέρεται: συμβαίνει, αποβαίνει / (φρ.) οὐδέν σφίσι χρηστὸν συνεφέρετο: δεν τους πήγαιναν καλά τα πράγματα
συμφορά -ᾶς
γεγονός, περιστατικό, συμβάν, σύμπτωση, περίσταση, τύχη (μέση λέξις / media vox)
σύνοιδα (παρακείμενος με σημασία ενεστώτα)
είμαι γνώστης (κι εγώ) σε κάποιο θέμα / (φρ.) ὁ συνειδώς: ο συνένοχος / (φρ.) τὸ συνειδός = ἡ συνείδησις / (φρ.) σύνοιδα ἐμαυτῷ οὐδὲν ἐπισταμένῳ: έχω συναίσθηση του γεγονότος ότι δεν γνωρίζω τίποτε, συναισθάνομαι την άγνοιά μου
συνήθης-ης-ες
α. αυτός που συζεί με κάποιον, ο γνωστός, ο φίλος / β. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες μα κάπιον, ο όμοιος, ο προσαρμοσμένος σε κάτι ή κάποιον / (φρ.) συνήθης τινί: αυτός που συνδέεται με κάποιον φιλικά, γνωριμος, φίλος / γ. συνηθισμένο, οικείος
συνίημι
α. στέλνω, ρίχνω μαζί / β. αντιλαμβάνομαι, παρατηρώ, νοώ, κατανοώ, παρατηρώ, μαθαίνω, ακούω / γ. (μέσο) έρχομαι, καταλήγω σε συμφωνία για κάποιο πράγμα
συνίστημι
Ι. (ενεργ.)
α. στήνω, τοποθετώ, μαζί, συνάπτω, συνενώνω /  συνδυάζω, συνδέω / προσαρτώ, προσκολλώ / οργανώνω, συγκροτώ, δημιουργώ, συναρμολογώ, σχηματίζω / β. μηχανεύομαι, σχεδιάζω, επινοώ, καταστρώνω σχέδια / γ. παράγω, παρέχω, εκθέτω, παρουσιάζω σε κάποιον / δ. καθιστώ κάτι συγπαγές, στερεό, σκληρύνω, στερεώνω
ΙΙ. (μέσο και παθητικό)
α. παρατάσσομαι, συμπαρατάσομαι / β. συναντώ κάποιον στη μάχη, συμπλέκομαι, αντιμετωπίζω / (φρ.) συνεστηκότων τῶν στρατηγῶν: όταν οι στρατηγοί διαφωνούσαν
γ. (για φίλους) συνεταιρίζομαι, συνασπίζομαι / (φρ.) τὸ ξυνιστάμενον=τὸ συνεστηκός: οι συνωμοσία, οι συνωμότες
συντελέω-ῶ
α. ολοκληρώνω, αποπερατώνω κάποιο έργο μαζί με κάποιον / β. καταβάλλω κοινή συνεισφορά, συνεισφέρω εξίσου για τις κοινές ανάγκες / (φρ.) συντελῶ εἰς τὸν πόλεμον: συνεισφέρω οικονμικά για τις ανάγκες του πολέμου / (φρ.) συντελῶ εἰς Ἀθήνας: είμαι φόρου υποτελής στην Αθήνα / (φρ.) οἱ συντελοῦντες: οι φόρου υποτελείς
συντίθημι
Ι. (ενεργ.) α. τοποθετώ μαζί, προσθέτω, συναρμολογώ / β. επινοώ, μηχανεύομαι, καταστρώνω σχέδια
ΙΙ. (μέσο) α. καταλαβαίνω, κατανοώ, παρατηρώ, προσέχω / β. συμφωνώ, κλεινω συμφωνία με κάποιον να κάνω κάτι
σφάλλω
α. κάνω κάποιον να σκοντάψει και να πέσει, βάζω τρικλοποδιά / β. αποτυγχάνω στην προσπάθειά μου
σχεδόν (επίρρ.)
κοντά, πλησίον / κατά προσέγγιση / (φρ.) σχεδόν πάντες: περίπου όλοι / (φρ.)
σχεδόν ἐπίσταμαι: είμαι περίπου βέβαιος, γνωρίζω αρκετά καλά
σχολή-ῆς
έλλειψη ασχολίας, απραξία, ησυχία / (φρ.) σχολὴν ἄγω: σχολάζω, ευκαιρώ, αναπαύομαι / (επιρ.) σχολῇ: (= σχολαίως) α. αργά με άνεση, β. μόλις και μετά βίας, καθόλου, σχεδόν καθόλου

Τ

τάλας-τάλαινα-τάλαν
α. ταλαίπωρος, δυστυχής, πάσχων / β. υπομονετικός, καρτερικός, γενναιόψυχος
τάξις-εως
α. τακτοποίηση, διευθέτηση, διάταξη / β. στρατιωτική παράταξη, στρατηγική διάταξη τμήματος στρατού / γ. θέση, τάξη, αξίωμα, κοινωνική θέση, ιδιότητα / (φρ.) ἐν ἐχθροῦ τάξει: ως εχθρός / (φρ.) ἡ εὐνοίας τάξις: το καθήκον της εύνοιας, της καλοσύνης προς τους άλλους
τάσσω ή τάττω
α. βάζω σε τάξη / παρατάσσω (για στρατεύματα και πλοία), τακτοποιώ / (φρ.) ἐπί τεσσάρων ταξάμενοι τὰς ναῦς: αφού παρέταξαν τα πλοία σε τέσσερεις γραμμές / β. ορίζω σε κάποιον να κάνει κάτι, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση / (φρ.) τοῦτο τετάγμεθα: έχουμε ταχθεί να κάνουμε αυτό το πράγμα, έχουμε επιφορτιστεί με την εκτέλεση αυτού του πράγματος
γ. διατάζω, παραγγέλλω, δίνω εντολές / δ. καθορίζω ορισμένο ποσό φόρου, το πληρωτέο ποσό / (φρ.) χρήματα ἀποδοῦναι ταξάμενοι: αφού δέχτηκαν (συμφώνησαν) να επιστρέψουν τα οφειλόμενα χρήματα / ε. επιβάλλω ποινές
τάχος-ους
ταχύτητα, γρήγορη κίνηση, γρηγοράδα / (επιρ.) τάχος (= ταχέως, ἀπό τάχους, διά τάχους, ἐν τάχει, κατὰ τάχος, σὺν τάχει, ὡς τάχος, ὅ τι τάχος, ὡς τάχιστα, ὅ τι τάχιστα): με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, όσο το δυνατόν γρηγορότερα / (φρ.) ὡς εἶχον τάχους: όσο μπορούσαν γρηγορότερα, με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα
τείνω
Ι. (μεταβατικό) α. τεντώνω, απλώνω, εκτείνω / β. (για χρόνο) επιμηκύνω, παρατείνω / γ. διευθύνω προς κάποιο σημείο / δ. σημαδεύω, σκοπεύω, σχεδιάζω
ΙΙ. (αμετάβατο) α. απλώνομαι, εκτείνομαι, φθάνω μέχρι / β. αγωνίζομαι, προσπαθώ, επιδιώκω / γ. αναφέρομαι, ανηκω, αφορώ σε κάτι / (φρ.) τείνει εἰς σέ: σε αφορά, αναφέρεται σ' εσένα / (φρ.) τείνω πρός τι(να): πλησιάζω σε κάποιον (κάτι), μοιάζω
τεκμαίρομαι
α. παραγγέλλω, διορίζω, προδιαγράφω / β. από συγκεκριμένα δεδομένα εικάζω, συμπεραίνω, σχηματίζω άποψη, κρίνω / (φρ.) τεκμαίρομαι τὰ καινὰ τοῖς πάλαι: σχηματίζω γνώμη για τα καινούργια, στηριγμένος στα παλιά γεγονότα / (φρ.) τεκμαίρομαι τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις: εικάζω τα μελλοντικά γεγονότα στηριγμένος σ' εκείνα του παρελθόντος
τελευτάω-ῶ
τελειώνω, εκτελώ, συμπληρώνω / (φρ.) τελευτῶ τὸν βίον/αἰῶνα: βάζω τέλος στη ζωή μου (πεθαίνω ή αυτοκτονώ) / (φρ.) τελευτῶν ἔλεγε: στο τέλος του λόγου του έλεγε
τελέω-ῶ και τελείω
α. φέρω εις πέρας, αποτελείώνω, συμπληρώνω / εκτελώ, διενεργώ, πραγματοποιώ, κάνω
β. τηρώ το λόγο μου, εκπληρώ της υπόσχεσή μου / γ. πληρώνω τα χρέη μου ή τους οφειλόμενους φόρους / δαπανώ, ξοδεύω / (φρ.) εἰς ἀστούς τελῶ: ανήκω στους αστούς / (φρ.)
εἰς ἄνδρας τελῶ: φθάνω στην ανδρική ηλικία, γίνομαι άνδρας
τέλος-ους
α. το τέρμα, το πέρας, η συμπλήρωση, εκπλήρωση, εκτέλεση / (φρ.) τέλος ἔχω: έχω φθάσει το τέλος, είμαι τελειωμένος, είμαι έτοιμος / β. (αττικός δικαν. όρος) απόλυτη εξουσιοδότηση, υπέρτατη εξουσία (για πρέσβεις) / (επιρ.) τέλος (= κατά τὸ τέλος, εἰς τέλος, ἐς τὸ τέλος, τέλει): ολοκληρωτικά / (φρ.) διά τέλους: από την αρχή μέχρι το τέλος / σε όλη την έκταση / γ. ο επιδιωκόμενος σκοπός, η κύρια υπόθεση / δ. η ανώτατη εξουσία / (φρ.) οἱ ἐν τέλει (= οἱ τὰ τέλη ἔχοντες, τὰ τέλη): οι άρχοντες / ((αττική φρ.) τὸ τέλος: η κυβέρνηση / ε. φόρος, δασμός
/ (φρ.) λύω τέλη (= λυσιτελῶ): πληρώνω τους φόρους μου, ωφελώ
τῆλε (επίρρ.)
μακριά, σε μεγάλη απόσταση
τίθημι
α. τοποθετώ, βάζω κάτι σε κάποια θέση / β. ορίζω, διοργανώνω, αποφασίζω / (φρ.)τίθημι ἀγῶνα: προκηρύσσω αγώνα / (φρ.) τίθημι ἐς μέσον: προβάλλω τα έπαθλα, για να προκαλέσω συναγωνισμό για την απόκτησή τους / (φρ.) τίθημι νόμον: θεσπίζω νόμο (για βασιλείς) / (φρ.) τίθεμαι νόμον: θεσπίζω νόμο (για τη Βουλή στα δημοκρατικά πολιτέυματα) / (φρ.) τίθεμαι τὰ ὅπλα: α. αποθέτω τα όπλα, στρατοπεδεύω, β. παρατάσσομαι για μάχη, παίρνω τα όπλα, πολεμώ, γ. καταθέτω τα όπλα, παραδίδομαι / γ. καθιστώ κάποιον τέτοιον, μεταβάλλω κάποιον σε / (φρ.) εὖκαλῶς τίθεμαί τι: διευθετώ, διαχειρίζομαι σωστά κάτι
τιμάω-ῶ
α. θεωρώ κάποιον άξιο, πολύτιμο, εκτιμώ, τιμώ, σέβομαι κ.λ.π. / β. (αττικός νομικός όρος) εκτιμώ και ορίζω την ποινή / (φρ.) τιμῶ τὴν βλάβην: καταδικάζω κάποιον να πληρώσει τα έξοδα της ζημιάς που προξένησε
τιμή-ῆς
α. αξία, κόστος, τιμή / β. εκτίμηση, υπόληψη, σεβασμός / γ. διάκριση, προνόμιο, τιμητικό αξίωμα, εξουσία
 τιμωρέω-ῶ
Ι. (ενεργ.) βοηθώ, έρχομαι σε βοήθεια, συντρέχω, βοηθώ κάποιον να εκδικηθεί κάποιον άλλο ΙΙ. (μέσο) εκδικούμαι εγώ κάποιον (που έβλαψε εμένα), τιμωρώ / τιμωροῦμαι τινὰ τινός: εκδικούμαι κάποιον για κάτι / γ. (παθητικό) τετιμώρημαί τινι: πέφτω θύμα εκδίκησης για χάρη κάποιου
τίνω
α. πληρώνω, καταβάλλω το αντίτιμο κάποιου πράγματος / β. πληρώνω πρόστιμο, ξεπληρώνω, καταβάλλω αποζημίωση / (φρ.) τίνω χάριν τινί: ξεπληρώνω σε κάποιον τη χάρη που μου έκανε / (φρ.) τίνω ὕβριν: πληρώνω (τιμωρούμαι)  για την αυθάδειά μου
τιτρώσκω
τραυματίζω, πληγώνω, προξενώ βλάβες
τλήμων-ων/-ονος
α. αυτός που πάσχει, υποφέρει, υπομένει, δυστυχής / β. τολμηρός, ρίψοκίνδυνος, θαρραλέος
τρέπω
α. τρέπω, στρέφω, διευθύνω προς κάτι / κάνω κάποιον να αλλάξει κατεύθυνση / (φρ.) ποῖ τράπωμαι; : σε ποια κατεύθυνση να στραφώ; / (φρ.) πάλιν τρέπω: στρέφω προς τα πίσω, κάνω να στραφεί προς τα πίσω / β. (απόλυτα) τρέπομαι: αλλάζω γνώμη
τρόπαιον και τροπαῖον
τρόπαιο, σημείο νίκης, τροπής των εχθρών σε φυγή
τρυφάω-ῶ
α. ζω τρυφηλά, με ηδυπάθεια, ζωή μαλθακή, πολυδάπανη, πολυτελής / β. είμαι ακόλαστος, οργιάζω, μεθοκοπώ, φέρομαι με αυθάδεια
τρύχω
α. φθείρω, κατατρίβω, καταστρέφω, κατασπαταλώ, καταναλίσκω / β. καταπονώ, βασανίζω, κατατρύχω, βλάπτω
τυγχάνω
α. χτυπώ και ευστοχώ, πετυχαίνω, βρίσκω στόχο / β. πετυχαίνω κατά τύχη, βρίσκω κατά τύχη / συναντώ, βρίσκω κατά σύμπτωση, πέφτω πάνω σε κάποιον / (φρ.) ὁ τυχών: αυτός που συναντά κάποιον κατά τύχη, ο πρώτος τυχών, οποιοσδήποτε / (φρ.) τὸ τυχόν: ό.τι τύχει, το πρώτο τυχαίο πράγμα, ο,τιδήποτε / (φρ.) τυγχάνω βίας: συναντώ βία, αντιμετωπίζω βία / (φρ.) καλῶς τυγχάνω: ζω καλά, προκόβω / γ. (αμετάβ.) βρίσκομαι κάπου κατά σύμπτωση / δ. (για πράγματα) συμβαίνω κατά τύχη, τυχαίνω / ε. (αττικός όρος) το ρήμα λειτουργεί ως συνδετικό και συνάπτεται με άλλα ρήματα, ενώ μεταφράζεται επιρρηματικά: τυγχάνω ἔχων: τυχαίνει να έχω, έχω κατά σύμπτωση, έχω κατά τύχη / (φρ.) παρὼν ἐτύγχανον: έτυχε να είμαι μπροστά, ήμουν μπροστά κατά τύχη / (φρ.) τυγχάνω ὢν ή εἰμί: είμαι κατά τύχη
τύραννος-ου
τύραννος, απόλυτος άρχοντας, απόλυτος κυρίαρχος, αυτός που κατέλαβε την εξουσία με τη βία, παρά τους νόμους και τη θέληση του λαού
τύχη-ης
α. συντυχία, συμβάν, περιστατικό, ό,τι συμβαίνει σε κάποιον (μέση λέξη) / β. ό τι αποκτά ο άνθρωπος με την εύνοια των θεών, καλή τύχη / (φρ.) κοινὸν τύχη: η τύχη είναι πράγμα κοινό για όλους τους ανθρώπους, όλοι υφίστανται τις ιδιοτροπίες της τύχης

Υ

ὑβρίζω
α. φέρομαι με αυθάδεια, γίνομαι ακόλαστος, ασελγής, παρεκτρέπομαι / β. φέρομαι περιφρονητικά προς κάποιον, συμπεριφέρομαι προσβλητικά, κακομεταχειρίζομαι, ενοχλώ, πικραίνω, προσβάλλω, βρίζω / (φρ.) ὑβρίζω εἴς τινα: φέρομαι προσβλητικά σε κάποιον / (φρ.)
ὑβρίζω ὕβρεις: κάνω προσβολές, προσβάλλω / (φρ.) ὑβρίζω ἀδικήματα: διαπράττω αδικήματα με τρόπο προσβλητικό, εξευτελιστικό, εις βάρος κάποιου / γ. (αττικός δικαν. όρος) δέρνω, κακοποιώ, επιτίθεμαι σε κάποιον
ὑετός-οῦ
βροχή ραγδαία, καταρρακτώδης, μπόρα (αντίθ. ὄμβρος: η διαρκής, συνεχής βροχή, ψεκάςψακάς: η ψιχάλα)
ὕλη-ης
α. δάσος, άλσος, δασώδης περιοχή (αντίθ. δένδρα: οπωροφόρα) / β. καυσόξυλα, καύσιμη ύλη
γ. ξύλο ως ακατέργαστη ύλη / κάθε είδους ακατέργαστη ύλη
ὑμνέω-ῶ
α. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω, επαινώ / β. επαναλαμβάνω διαρκώς, διηγούμαι κατ' επανάληψη, ακατάπαυστα
ὑπάρχω
α. κάνω την αρχή, αρχίζω κάτι, δίνω αφορμή για κάτι / (φρ.) ὑπάρχει εὖ ποιῶν τινα: αυτός πρώτος κάνει καλό σε κάποιον / (φρ.) ὑπάρχω εὐεργεσίας εἴς τινα: αρχίζω εγώ να ευεργετώ κάποιον / (φρ.) τὰ ἔκ τινος ὑπηργμένα: αυτά που κάποιος άρχισε να κάνει / (φρ.) ὑπῆρκτο αὐτοῦ: είχε ήδη γίνει η αρχή αυτού / β. εμφανίζομαι, υπάρχω, είμαι / (φρ.) ἡ ὑπάρχουσα οὐσία: η περιουσία που υπάρχει / (φρ.) τὰ ὑπάρχοντα: α. η περιουσία, β. η παρούσα κατάσταση πραγμάτων / (φρ.) ἐκ τῶν ὑπαρχόντων (= ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων): ανάλογα με τα μέσα που διαθέτει κάποιος / (φρ.) ὑπάρχει μοι: μου ανήκει, έχω / (φρ.) ὑπάρχει (με απαρέμφ. και δοτ.): μπορεί κάποιος, έχει τη δυνατότητα να...
ὑπερβολή-ῆς
το να ρίχνεις πέρα από το σημείο όπου έφθασαν οι προηγούμενοι, το να υπερτερείς, να έχεις μεγαλύτερη ισχύ / (φρ.) ὑπερβολὴν ποιοῦμαι: φθάνω στα έσχατα / (φρ.) οὐκ ἔχει ὑπερβολήν: δε γίνεται να προχωρήσει περισσότερο / (επιρ.) εἰς ὑπερβολήν (= καθ' ὑπερβολήνυπερβαλλόντως): υπερβολικά
ὑπέχω
α. κρατώ κάτι κάτω από κάτι άλλο / τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο / β. παρέχω, εφοδιάζω, χορηγώ, θέτω στη διάθεση κάποιου / γ. υποβαστάζω / υπόκειμαι, υφίσταμαι, υποφέρω, αντιμετωπίζω / δ. (αττικός δικαν. όρος) / (φρ.) ὑπέχω δίκην τινός (πράγμα): έχω να δώσω λόγο για κάτι / (φρ.) ὑπέχω δίκην τινί (πρόσ.): δίνω ικανοποίηση σε κάποιον, τιμωρούμαι από κάποιον / (φρ.) λόγον ὑπέχω: δίνω λόγο, λογαριασμό / (φρ.) εὐθύνας ὑπέχω: θεωρούμαι υπεύθυνος και πρέπει να λογοδοτήσω / (φρ.) ὑπέχω αἰτίαν τινός: κατηγορούμαι για κάτι
ὑπισχνέομαι-οῦμαι
υπόσχομαι, αναλαμβάνω να, τάζω
ὑπολαμβάνω
α. παίρνω, σηκώνω κάτι από το έδαφος, το βάζω στους ώμους μου / β. προφταίνω, καταφθάνω, συναντώ τυχαία, εμφανίζομαι ξαφνικά / γ. παίρνω το λόγο και απαντώ, ανταπαντώ / παίρνω το λόγο διακόπτοντας άλλον ομιλητή, διακόπτω / δ. αναχαιτίζω τον κατακτητή / ε. δέχομαι πρόταση που έγινε, παραδέχομαι / στ. εννοώ, κατανοώ, υποθέτω, νομίζω, θεωρώ / (φρ.) ἡ ὑπειλημμένη χάρις: η υποτιθέμενη, θεωρούμενη ως εύνοια
ὑπολείπω
Ι. (ενεργ.)
α. αφήνω πίσω, αφήνω ως υπόλοιπο, αφήνω ως περίσσευμα / β. (για πράγματα) είμαι λίγος, δεν αρκώ, δεν είμαι αρκετός
ΙΙ. (μέσο και παθητικό)
α. μένω πίσω, μένω στην πατρίδα (για εκστρατεία) / β. μένω πίσω σε σύγκριση με κάποιον, είμαι κατώτερος από κάποιον / γ. αφήνω κάτι πίσω μου ως υπόλοιπο / (φρ.) ὑπολείπομαι αἰτίαν: αφήνω αφορμή για διατύπωση κατηγορίας εναντίον μου
ὑπόληψις-εως
α. το να παίρνεις το λόγο (από το σημείο που σταμάτησε κάποιος άλλος) / (φρ.) ἐξ' ὑπολήψεως: ο ένας μετά τον άλλο, με τη σειρά / β. απόκριση, απάντηση / γ. κατανόηση, αντίληψη, γνώμη, δοξασία
ὑστεραῖος-α-ον
αυτός που συμβαίνει κατά την επόμενη μέρα / (φρ.) ἡ ὑστεραία: η επόμενη, ακόλουθη μέρα
ὑφαιρέω-ῶ
α. καταλαμβάνω, συλλαμβάνω, κυριεύω από κάτω, κρυφά / β. αφαιρώ κάτι κρυφά από κάποιον / (φρ.) ὑφαιροῦμαί τινά τιτινός τι): αφαιρώ, στερώ από κάποιον κάτι κρυφά

Φ

φαιδρός-ά-όν
λαμπρός, αυτός που ακτινοβολεί / αυτός που λάμπει από χαρά, χαρούμενος, ανοιχτόκαρδος, γελαστός
φαίνω
Ι. (ενεργ.)
α. φέρνω κάτι στο φως, κάνω κάτι να φανεί, φανερώνω, επιδεικνύω, καθιστώ γνωστό, γνωστοποιώ / αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω / β. (αττικός δικαν. όρος) μηνύω, καταγγέλλω κάποιον
ΙΙ. (παθητ.)
φαίνομαι ότι είμαι, φαίνομαι / φαίνεται (με απαρέμφ.): κάτι δίνει την εντύπωση πως είναι τέτοιο ή άλλο, ενώ δεν είναι πραγματικά / φαίνεται (με κατηγορημ. μτχ): είναι αποδεδειγμένο πως κάτι είναι τέτοιο ή άλλο
φαρμάσσω και φαρμάττω
α. θεραπεύω με τη χρήση φαρμάκων ή φίλτρων, κάνω χρήση φαρμάκων ή φίλτρων / β. δηλητηριάζω, φαρμακώνω / γ. γοητεύω, μαγεύω, θέλγω με τη χρήση φίλτρων
φαῦλος-η-ον
α. ελαφρός, εύκολος, ασήμαντος / β. πρόστυχος, χυδαίος, ποταπός, μηδανινός, τιποτένιος, αξιοθρήνητος, κακός / γ. ταπεινής καταγωγής, ασήμαντος, μη υπολογίσιμος
φείδομαι
α. κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι / β. απέχω, μένω μακριά από το να κάνω κάτι
φέρω
α. φέρνω, βαστώ, κουβαλάω, σηκώνω πάνω μου φορτίο / β. υποφέρω, υπομένω, πάσχω, αντέχω / γ. προσκομίζω, προσφέρω, δίνω / (φρ.) χάριν φέρω τινί: δείχνω την ευγνωμοσύνη μου σε κάποιον / δ. προξενώ, επιφέρω, προκαλώ / (φρ.) κακόν φέρω: προξενώ κακό, συμφορά σε κάποιον / ε. πληρώνω, καταβάλλω / (φρ.) τιμὴν φέρω: πληρώνω πρόστιμο
στ. απομακρύνω, αρπάζω, παίρνω μαζί μου και φεύγω, κερδίζω / ζ. (για τη γη) παράγω/ η. αποβλέπω, αποσκοπώ, υπαινίσσομαι, υποδηλώνω / (φρ.) εἰς τί ὑμῖν ταῦτα φαίνεται φέρειν; : πού σας φαίνεται πως αποσκοπούν, αποβλέπουν όλα αυτά; / θ. αναφέρω διαρκώς κάποιον, επαινώ, εξυψώνω / (φρ.) πολὺν τὸν Φίλιππον φέρων: εξυμνώντας το Φίλιππο / (φρ.) εὖ (πονηρῶς, κακῶς) φέρομαι: επαινούμαι (κακολογούμαι) / ι. (απόλ.) φέρεται: διαδίδεται
φεύγω
α. φεύγω, τρέπομαι σε φυγή / β. (με απαρέμφ.) αποφεύγω να κάνω κάτι / γ. (με αιτιατ.) αποφεύγω, ξεφεύγω κάτι / (φρ.) φεύγω πόλεμον: αποφεύγω τον πόλεμο / δ. εξορίζομαι εξαιτίας εγκλήματος, είμαι εξόριστος / ε. (αττικός δικαν. όρος) (= διώκομαι): κατηγορούμαι, διώκομαι δικαστικά (αντίθ. διώκω: κατηγορώ, διώκω δικαστικά) / (φρ.) ὁ φεύγων: ο κατηγορούμενος, ο μηνυόμενος (αντίθ. ὁ διώκων: ο κατήγορος, ο μηνυτής) / (φρ.) φεύγω γραφήν/δίκην: είμαι υπόδικος για αδίκημα δημόσιο/ιδιωτικό
φηγός-οῦ (ἡ)
βελανιδιά
φήμη-ης
α. φωνή, λόγος (ιδιαίτερα ο προφητικός), χρησμός, προφητεία / β. λόγος γενικά / παράδοση, μύθος, παροιμία / γ. φήμη (καλή ή κακή) που επικρατεί για κάποιο πρόσωπο, φημολογία, όνομα, υπόληψη
φθάνω
α. έρχομαι πρώτος (πριν από κάποιον άλλο), κάνω κάτι πριν από άλλους, προφταίνω, έρχομαι πρώτος / (φρ.) ὁ φθάσας: αυτός που ήρθε πρώτος (αντίθ. ὁ ὑστερήσας: δεύτερος, τελευταίος) (φρ.) φθάνω εἰς τὴν πόλιν: έρχομαι πρώτος στην πόλη / (φρ.) ἔφθησαν τὸν χειμῶνα: πρόλαβαν τη θύελλα
φιλέω-ῶ
α. αγαπώ, φέρομαι με τρυφερότητα, φιλικά / β. (με απαρέμφ.) συνηθίζω να κάνω κάτι
γ. (απρόσωπα με απαρέμφ.) φιλεῖ γίγνεσθαι: συνήθως γίνεται / (φρ.) οἷα δὴ φιλεῖ: ως συνήθως
φιλοτιμέομαι-οῦμαι
α. αγαπώ τις τιμές, τις διακρίσεις, είμαι φιλόδοξος / β. (με δοτ. πράγματος) στηρίζω τη δόξα μου σε κάτι, είμαι περήφανος για κάτι / γ. (με αιτιατ.) αναλαμβάνω, επιδιώκω κάτι με ζήλο και φιλοτιμία / δ. φιλοτιμοῦμαι πρός τινα: συναγωνίζομαι κάποιον
φοιτάω-ῶ
α. πηγαίνω πάνω κάτω, τριγυρίζω / β. πηγαίνω συχνά κάπου, συχνάζω
φράζω
α. δείχνω, υποδεικνύω, δηλώνω / λέω, διηγούμαι, κηρύσσω / β. σχεδιάζω, επινοώ, μηχανεύομαι, σκέπτομαι, διανοούμαι, σκοπεύω / γ. παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι, βλέπω, κατανοώ
φρονέω-ῶ
σκέφτομαι, διανοούμαι, συλλογίζομαι / έχω νου, φρόνηση / (φρ.) ἀγαθά (κακά) φρονῶ τινί: έχω καλες (κακές) διαθέσεις απέναντι κάποιου / (φρ.) οὐ κατ' ἄνθρωπον φρονέω: σκέφτομαι κατά τρόπο που δεν αρμόζει σε άνθρωπο / (φρ.) τά τινος φρονῶ: έχω τις ίδιες απόψεις με κάποιον άλλο
φυγή-ῆς
α. φυγή / αποφυγή, διαφυγή / β. εξορία / (φρ.) φυγὴν φεύγω: ζω εξόριστος
φυλακή-ῆς
α. φρουρά, φρούρηση, φύλαξη, επαγρύπνηση / β. φυλακή, ειρκτή / (φρ.) ἐν φυλακῇ ἔχω τινά: έχω κάποιον υπό επιτήρηση, τον φρουρώ

Χ

χαλεπός-ή-όν
δύσκολος, δυσβάστακτος, βαρύς, αυστηρός, λυπηρός
χαρίζομαι
α. λέω ή κάνω κάτι ευχάριστο σε κάποιον, κάνω χάρη σε κάποιον, δείχνω εύνοια, του κάνω το χατήρι (με δοτική προσ.) / β. (απόλυτα) είμαι ευχάριστος / γ. (με αιτιατ. πράγματος) χαρίζω, προσφέρω με τη θέλησή μου κάτι
χάρις-ιτος
χάρις, εύνοια, ευμένεια, ευγνωμοσύνη / (φρ.) ἡ χάρις χάριν φέρει: η ευεργεσία αποφέρει ευγνωμοσύνη / (φρ.) χάριν οἶδά τινι: ξέρω πως πρέπει να χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιον / (φρ.) χάριν οφείλω τινί: χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιον / (φρ.) χάριν κατατίθεμαί τινι: αποκτώ την ευγνωμοσύνη κάποιου / (φρ.) χάριν λαμβάνω τινός: δέχομαι την έκφραση ευγνωμοσύνης κάποιου / (φρ.) χάριν κομίζομαι: αποκομίζω, παίρνω ευγνωμοσύνη / (φρ.) χάριν φέρω τινι: προσφέρω ευχαρίστηση σε κάποιον / (φρ.) χάριν τίθεμαί τινι=χαρίζομαι τινι: δείχνω εύνοια σε κάποιον / (φρ.) χάριν δρῶ τινι (= εὖ ποιῶ τινα): ευεργετώ κάποιον / (φρ.) σὴν χάριν: για χάρη σου
χειμών-ῶνος
θύελλα, καταιγίδα, τρικυμία / χειμωνιάτικος καιρός, χειμώνας
χράωμαι-ῶμαι
α. μεταχειρίζομαι / β. (μεταφορ.) έχω, έχω στη διάθεσή μου, εκδηλώνω, εκφράζω κάποιο αίσθημα, ψυχική κατάσταση / ασκώ τέχνη, επάγγελμα / μετέρχομαι παράνομες μεθόδους / έχω επαφές, δοσοληψίες
χρὴ (απροσ.)
είναι ορισμένο (από χρησμό), είναι αναγκαίο, είναι ανάγκη, αρμόζει
χρῆμα-ατος
α. ο,τιδήποτε μεταχειρίζεται κάποιος, αγαθά, περιουσία, κτήμα, τα χρήματα, έπιπλα, σκεύη / β. υπόθεση, ασχολία, ζήτημα, γεγονός, συμβάν
χρηστός-ή-όν
χρήσιμος, ωφέλιμος, εξυπηρετικός, κατάλληλος / αγαθός, ενάρετος, καλός, τίμιος, αξιόπιστος / φιλόπατρις, ανδρείος
χώννυμι και χωννύω
α. κατασκευάζω πρόχωμα / β. φράζω με χώματα

Ψ

ψέγω
μέμφομαι, κατακρίνω, κατηγορώ
ψεύδω
α. εξάπτω κάποιον με ψέματα / (φρ.) ἔψευσάς με ἐλπίδος: μου διέψευσες τις ελπίδες μου / (φρ.) ψεύδομαι γνώμης: απατώμαι στις κρίσεις μου, σχηματίζω λάθος γνώμη / β. (με αιτιατ. πράγματος) διαψεύδω / παραποιώ, ψευτίζω / γ. (αποθετικό) ψεύδομαι (συχνότερα): λέω ψέματα, εξαπατώ / (με απαρέμφ.) προφασίζομαι, προσποιούμαι ότι / (με αιτιατ. πράγματος) λέω κάποιο ψέμα, κάτι που δεν είναι αλήθεια / (φρ.) ψεύδομαι ὄρκια/συνθήκας: παραβαίνω τους όρκους/συνθήκες / (φρ.) τὰ χρήματα ἐψευσμένοι ἦσαν: αθέτησαντο λόγο τους για τα χρήματα
ψηφίζομαι
ρίχνω την ψήφο μου, αποφασίζω με την ψήφο μου, αποφασίζω / ψηφίζομαί τινι: ψηφίζω υπέρ κάποιου
ψόφος-ου
άναρθρος, ακανόνιστος ήχος, κρότος, θόρυβος

Ω


ὠνέομαι-οῦμαι
αγοράζω (αντίθ. πιπράσκω, πωλέω-ῶ)
ὤρα-ας
φροντίδα, μέριμνα, πρόνοια, προσοχή
ὥρα-ας
α. καθορισμένη χρονική περίοδος, εποχή / κλίμα  / β. μέρος της ημέρας / γ. κατάλληλος καιρός, χρόνος για κάτι, η ώρα του, η εποχή του / (φρ.) τὰ ὡραῖα: οι καρποί των διαφόρων εποχών