ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
για το μάθημα του διδαγμένου κειμένου
ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
της Θεωρητικής
Κατεύθυνσης
της Β΄
& Γ΄ Λυκείου
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Το Λεξιλόγιο αυτό,
χωρίς να έχει αξιώσεις πληρότητας και αυστηρής επιστημονικότητας ως προς τις
ετυμολογικές του πληροφορίες, έχει ως στόχο να προσφέρει βοήθεια στις
λεξιλογικές ασκήσεις του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών στη Β' και Γ' Λυκείου.
Στο Λεξιλόγιο συμπεριλαμβάνονται
ως λήμματα κυρίως ρήματα αλλά και ορισμένα ουσιαστικά. Για κάθε λέξη-λήμμα
δίνονται ομόρριζα στα νέα ελληνικά (δηλαδή σύνθετα και παράγωγα), ρήματα,
ουσιαστικά, επίθετα και όπου υπάρχουν και επιρρήματα. Συνώνυμα (Συνών.) και αντίθετα (Αντιθ.) στα αρχαία ελληνικά δίνονται
μόνο στις περιπτώσεις που αυτό κρίθηκε απαραίτητο. Το ίδιο ισχύει και για την
Ετυμολογία (Ετυμ.), η οποία δίνει είτε κάποιες πληροφορίες για την
προέλευση της λέξης-λήμματος είτε το θέμα (ή τα θέματα) από το οποίο
προέρχονται τα ομόρριζα στα νέα ελληνικά.
Οι λέξεις-λήμματα δίνονται με πλάγια, έντονα και υπογραμμισμένα τυπογραφικά
στοιχεία, ενώ με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία δίνονται τα συνώνυμα και τα
αντίθετα στα αρχαία ελληνικά καθώς και οι ετυμολογικές πληροφορίες.
Είναι αυτονόητο ότι το Λεξιλόγιο θα πρέπει
να χρησιμοποιηθεί από το μαθητή παράλληλα με το Λεξικό Ανωμάλων Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής και ένα Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής.
ἀγαθὸς
Ετυμ.: < ἄγαν + θέω (αβέβαιη ετυμολογία)
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: αγαθοεργία, ανδραγαθία, ανδραγάθημα
ἀγγέλλω (= αναγγέλω, φέρνω κάποια
είδηση)
Συνών.: λέγω, μηνύω, φαίνω,
σημαίνω
Ετυμ.: ἀγγελ- (< ἄγγελος)
ΡΗΜΑΤΑ: αγγέλλω, προαγγέλλω,
αναγγέλλω, προαναγγέλλω, εξαγγέλλω, προεξαγγέλλω, παραγγέλλω, απαγγέλλω,
καταγγέλλω, διαγγέλλω, επαγγέλλομαι (= υπόσχομαι), ευαγγελίζομαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: άγγελος, άγγελμα,
αγγελία, αγγελτήριο, προαγγελία, προάγγελος, προάγγελμα, αναγγελία,
προαναγγελία, εξαγγελία, εξάγγελος, προεξαγγελία, παραγγελία, παράγγελμα,
απαγγελία, καταγγελία, διάγγελμα, εισαγγελία, εισαγγελέας, επάγγελμα,
επαγγελία, ευαγγελισμός, ευαγγελιστής, ευαγγελίστρια, αγγελιαφόρος,
παραγγελιοδότης
ΕΠΙΘΕΤΑ: αγγελικός, εξαγγελτικός,
προεξαγγελτικός, απαγγελτικός, εισαγγελικός, επαγγελματικός, επαγγελτικός,
αυτεπάγγελτος, ευαγγελικός, αγγελόμορφος, αγγελοπρόσωπος
ἀγορεύω
Συνών.: λέγω, φημί, φράζω,
ἐκκλησιάζω
Ετυμ.: ἀγορ- (< ἀγορά = συγκέντρωση,
συνάθροιση, τόπος συγκέντρωσης < ἀγείρω = συγκεντρώνω)
ΡΗΜΑΤΑ: αγορεύω, αγοράζω,
δημηγορώ, δικηγορώ, κατηγορώ, συνηγορώ, αναγορεύω, απαγορεύω, προσαγορεύω,
υπαγορεύω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: αγοραστής, αγόρευση,
αγορητής, αγορανόμος, αγορανομία, αγοραπωλησία, αγοραφοβία, δημηγορία,
δικηγορία, δικηγόρος, κατήγορος, κατηγορία, κατηγόρημα, συνηγορία, συνήγορος,
αναγόρευση, απαγόρευση, εξαγόρευση, προσαγόρευση, υπαγόρευση, ισηγορία
ΕΠΙΘΕΤΑ: αγοραίος, αγοραστικός,
αγορανομικός, δημηγορικός, δικηγορικός, κατηγορηματικός, απαγορευτικός,
προσηγορικός
ἄγω
(= οδηγώ, φέρνω)
Συνών.: κομίζω, φέρω
Ετυμ.: ἄγ- (>
ἡγοῦμαι)
ΡΗΜΑΤΑ: ανάγω, απαγάγω, διάγω,
εξάγω, ενάγω, κατάγομαι, περιάγω, μετάγω, παράγω, προάγω, υπάγομαι,
συνεπάγομαι, αγωνίζομαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: αγωγή, αναγωγή, απαγωγή,
διαγωγή, εξαγωγή, ενάγων (= κατήγορος), εναγόμενος (= κατηγορούμενος),
καταγωγή, μεταγωγή, μεταγωγικό, παραγωγή, προαγωγή, υπαγωγή, συνεπαγωγή,
ξεναγός, οδηγός, στρατηγός, λοχαγός, αγώνας, αγωνία
ΕΠΙΘΕΤΑ: αναγωγικός, εξαγωγικός,
παραγωγικός, παράγωγος, προαγωγικός, συνεπαγωγικός, οδηγικός, στρατηγικός,
αγωνιστικός
αἰνέω -ῶ
(= επαινώ)
Συνών.: εὐλογῶ, ἐγκωμιάζω
Αντιθ.: μέμφομαι, ὀνειδίζω, λοιδορῶ,
ἐπικρίνω
Ετυμ.: αἰν- (< αἶνος = σημαντικός
λόγος)
ΡΗΜΑΤΑ: συναινώ, παραινώ, επαινώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: συναίνεση, παραίνεση, έπαινος
ΕΠΙΘΕΤΑ: συναινετικός, παραινετικός, επαινετικός
αἱρέω-ῶ (= πιάνω,
κυριεύω, συλλαμβάνω) αἱροῦμαι (= [μέσο] επιλέγω, προτιμώ,
εκλέγω, ψηφίζω, [παθητικό] εκλέγομαι, προτιμιέμαι)
Συνών.: αἱρῶ: λαμβάνω αἱροῦμαι: ἐκλέγω, προτιμῶ
Ετυμ.: αἱρ- ἑλ- (<
εἷλον)
ΡΗΜΑΤΑ: αναιρώ, αφαιρώ, διαιρώ, εξαιρώ, καθαιρώ,
προαιρούμαι (= επιλέγω, προτιμώ), συναιρώ, υπεξαιρώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: αίρεση, αναίρεση, αφαίρεση, αφαιρέτης, διαίρεση,
διαιρέτης, εξαίρεση, καθαίρεση, προαίρεση, συναίρεση, υπεξαίρεση, αρχαιρεσίες
(= εκλογή αρχών, αντιπροσώπων), είλωτας
ΕΠΙΘΕΤΑ: αιρετός (= εκλεγμένος),
αιρετικός, αναιρετικός, αφαιρετικός, αφαιρετέος, διαιρετικός, διαιρετέος,
εξαιρετικός, εξαίρετος, καθαιρετικός, καθηρημένος, προαιρετικός
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ: εξαιρετικά, εξαίρετα, ανεξαιρέτως, προαιρετικά, αυτοπροαίρετα
αἴρω (= σηκώνω, υψώνω)
Ετυμ.: ἀρ-, αἰρ-
ΡΗΜΑΤΑ: επαίρω (= σηκώνω),
επαίρομαι (= καυχιέμαι, κομπάζω), εξαίρω (= εξυψώνω, τονίζω, επαινώ),
αιωρούμαι (= κρέμομαι και κουνιέμαι), μετεωρίζομαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: άρση (= ανύψωση), έπαρση
(= κόμπος), αιώρα (= κρεμαστό κάθισμα, κούνια), έξαρση, αιώρηση, μετεωρίτης,
(Μετέωρα), μετεωρισμός, μετεωρόλιθος, μετεωρολόγος, μετεωροσκόπος,
μετεωρολογία, μετεωροσκοπία, αντάρτης, ανταρσία
ΕΠΙΘΕΤΑ: επηρμένος (= εγωιστής,
φαντασμένος), μετέωρος, μετεωρολογικός. ΕΠΙΡΡΗΜΑ: άρδην (= ολωσδιόλου,
εντελώς, ριζικά)
αἰσθάνομαι (= αισθάνομαι / καταλαβαίνω)
Συνών.: γιγνώσκω,
μανθάνω, συνίημι, ἐννοῶ
Αντιθ.: ἀγνοῶ
Ετυμ.: αἰσθ-, αἰσθη-, αἰσθ-αν-
ΡΗΜΑΤΑ: αισθάνομαι,
διαισθάνομαι, συναισθάνομαι, προαισθάνομαι, αισθητοποιώ, αισθηματολογώ,
αναισθητοποιώ, ευαισθητοποιώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: αίσθηση, αίσθημα,
αναισθησία, ευαισθησία, καλαισθησία, διαίσθηση, συναίσθηση, προαίσθηση, προαίσθημα,
παραίσθηση, ψευδαίσθηση, αισθητήριο, αισθητική, αισθηματίας, αναισθητικό
ΕΠΙΘΕΤΑ: αισθητός, αισθητικός,
αισθηματικός, αναίσθητος, ευαίσθητος, καλαίσθητος, διαισθητικός,
συναισθητικός, ασυναίσθητος, αντιαισθητικός
ἀκολουθέω -ῶ
Ετυμ.: < ἀκόλουθος < αθροιστ. ἀ- + κέλευθος
(= οδός, δρόμος)
ΡΗΜΑΤΑ: ακολουθώ, συνακολουθώ, παρακολουθώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: ακολουθία, ανακολουθία, παρακολούθηση
ΕΠΙΘΕΤΑ: ακολουθητικός, εξακολουθητικός, παρακολουθητικός,
συνακόλου-θος, ανακόλουθος
ἀκούω
Συνων:
ἀκροῶμαι (= ακούω προσεκτικά)
Ετυμ.: ἀκουσ-, ἀκου-, ἀκο-
ΡΗΜΑΤΑ: υπακούω, παρακούω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: ακοή, άκουσμα, υπακοή,
ανυπακοή, υπήκοος
ΕΠΙΘΕΤΑ: ακουστικός,
οπτικοακουστικός, υπάκουος, ανυπάκουος
ἀκριβής
Ετυμ.: < ἀκροκριβής
< ἄκρος + κρίνω ή
< ἀκρίβης (= αυτός που έχει οξεία όραση)
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: ακρίβεια
ΕΠΙΘΕΤΑ: πανάκριβος, ακριβός
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ: ακριβώς
ἀλείφω
Ετυμ.: <
προθεμ. ἀ- + ρίζ. λιπ- (λίπος)
ΡΗΜΑΤΑ : απαλείφω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ : αλοιφή, άλειμμα, αλείπτης (αρχ. à προπονητής)
ΕΠΙΘΕΤΑ: ανεξάλειπτος
ἁλίσκομαι (= συλλαμβάνομαι αιχμάλωτος, κυριεύομαι)
Ετυμ.: Ϝαλ-
ΡΗΜΑΤΑ: αιχμαλωτίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: άλωση, αιχμάλωτος,
αιχμαλωσία, είλωτας
ἀλλάττω
ΡΗΜΑΤΑ: αλλάζω, συναλλάσσω, παραλλάσσω, απαλλάσσω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: συναλλαγή, απαλλαγή, παραλλαγή, παράλλαξη
ΕΠΙΘΕΤΑ: συναλλακτικός, απαλλακτικός, παραλλακτικός
ἁμαρτάνω
Ετυμ.: < στερ. α- + ρίζα «σμαρ» (=κάνω
λάθος, αστοχώ, διαπράττω αδίκημα)
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: αμαρτία, αμάρτημα
ΕΠΙΘΕΤΑ: αμαρτωλός, αναμάρτητος
ἅπτω (=αγγίζω)
Ετυμ.: απτ-, αφ-
ΡΗΜΑΤΑ: ανάβω, συνάπτω, προσάπτω, εξάπτω, εφάπτω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: άναμμα, σύναψη, συνάφεια, επαφή, έξαψη
ΕΠΙΘΕΤΑ: συναφής, εφαπτόμενος
ἀρετὴ
Ετυμ.: < ριζ. αρ- (πρώτη σημασία = ανδρεία,
γενναιότητα)
Συνδέεται ετυμολογικά με
τις λέξεις : Ἄρης, ἄριστος, ἀρέσκω, ἀραρίσκω (= ταιριάζω, προσαρμόζω)
ἀρκέω - ῶ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ : αυτάρκεια, επάρκεια, ολιγάρκεια
ΕΠΙΘΕΤΑ : αυτάρκης, επαρκής, ολιγαρκής
ἄρχω
(= κάνω την αρχή / είμαι
αρχηγός, εξουσιάζω) ἄρχομαι (= [μέσο] αρχίζω, κάνω την αρχή / [παθητικό]
κυβερνιέμαι, διοικούμαι, εξουσιάζομαι)
Συνών.: ἄρχω: κρατῶ, βασιλεύω,
τυραννῶ, δυναστεύω ἄρχομαι: κυβερνῶμαι, διοικοῦμαι
Ετυμ.: ἀρχ-
ΡΗΜΑΤΑ: αρχίζω, αρχαΐζω, αρχηγεύω, κυριαρχώ, υπάρχω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: αρχή
(= έναρξη, αφετηρία, εξουσία, κυβέρνηση, βάση, προϋπόθεση, επιστημονικός κανόνας)
αρχαιότητα,
αρχαιολόγος, αρχαιολογία, αρχαιοκαπηλεία, αρχαιολατρεία, αρχείο,
αρχειοφύλακας, άρχοντας, αρχοντιά, αρχοντάνθρωπος, αρχοντοχωριάτης, αρχηγός,
αρχηγία, αρχηγείο, αρχίατρος, αρχιεπίσκοπος, αρχιεπισκοπή, αρχιμηχανικός,
αρχιστράτηγος, αρχιστρατηγία, αρχιτέκτονας, αρχιτεκτονική, αρχομανία,
δήμαρχος, δημαρχία, δημαρχείο, κυρίαρχος, κυριαρχία, αναρχία, δυαρχία,
πολυαρχία
ΕΠΙΘΕΤΑ: αρχικός, αρχαίος,
αρχαϊκός, αρχηγικός, αρχιεπισκοπικός, αρχιστρατηγικός, αρχιτεκτονικός,
δημαρχικός, δημαρχιακός, κυριαρχικός, αναρχικός, αρχομανής, άναρχος
ἀφικνοῦμαι (<ἱκνοῦμαι)
Συνών.: ἔρχομαι, φθάνω, ἥκω, παραγίγνομαι
Ετυμ.: ἱκ- (> ἥκω= έχω έρθει)
ΡΗΜΑΤΑ: ικανοποιώ, ικετεύω, ανιχνεύω, εξιχνιάζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: άφιξη, ικανότητα, ικέτης, ικανοποίηση, ικεσία, ίχνος, ανίχνευση,
εξιχνίαση, προίκα (< προ-ίκ-ς)
ΕΠΙΘΕΤΑ: ικανός, ικανοποιητικός,
ικετευτικός, ικετήριος εφικτός, ανέφικτος, ανιχνευτικός
βαίνω
Συνών.: βαδίζω, πορεύομαι, ἔρχομαι, βλώσκω
Ετυμ.: βαν-, βα-, βη-, βω-
ΡΗΜΑΤΑ: βαίνω, διαβαίνω,
κατεβαίνω, ανεβαίνω, υπερβαίνω, αποβαίνω, εκβαίνω, προσβαίνω, μεταβαίνω,
παραβαίνω, βαδίζω, αναβαθμίζω, υποβαθμίζω, αμφισβητώ (<ἀμφίς + βαίνω)
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: βάση, διάβαση,
διάβημα, κατάβαση, ανάβαση, σύμβαση, υπέρβαση, απόβαση, έκβαση, πρόσβαση,
μετάβαση, παράβαση, βήμα, διαβάτης, αναβάτης, παραβάτης, βάθρο, βαθμός,
βαθμίδα, υπερβατό, βάδισμα, βωμός, βακτηρία (= μπαστούνι), αναβάθμιση,
υποβάθμιση, αμφισβήτηση, αμφισβητίας
ΕΠΙΘΕΤΑ: βατός, άβατος,
υπερβατός, υπερβατικός, αποβατικός, μεταβατικός, αναμφισβήτητος,
αδιαμφισβήτητος, βέβηλος
ΕΠΙΡΡΗΜΑ: βάδην, αναμφισβήτητα
βάλλω (=
ρίχνω από μακριά, εξακοντίζω, χτυπώ)
Συνών.: ἵημι, ρίπτω, παίω, τύπτω (= χτυπώ)
Ετυμ.: βαλ-, βολ-, βελ-, βλη-
θέμα: βαλ-
ΡΗΜΑΤΑ: βάλλω, αναβάλλω, υποβάλλω, προσβάλλω, μεταβάλλω,
προβάλλω, υπερβάλλω, παραβάλλω, περιβάλλω, αμφιβάλλω, καταβάλλω, διαβάλλω,
εισβάλλω, αποβάλλω, εμβάλλω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: περιβάλλον
ΕΠΙΘΕΤΑ: βαλλιστικός, περιβαλλοντικός
θέμα: βολ-
ΡΗΜΑΤΑ: βολιδοσκοπώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: βολή, βόλι, βολίδα, αναβολή, αναβολέας, υποβολή,
υποβολέας, προσβολή, μεταβολή, προβολή, προβολέας, υπερβολή, παραβολή,
παράβολο, περιβολή, περίβολος, περιβόλι, αμφιβολία, καταβολή, διαβολή,
διάβολος, εισβολή, εισβολέας, αποβολή, εμβολή, έμβολο, εμβόλιο.
ΕΠΙΘΕΤΑ: προβολικός, υπερβολικός, παραβολικός, αμφίβολος,
αναμφίβολος, εμβόλιμος
θέμα:
βελ-
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: βέλος, βελόνι (βελόνα), εμβέλεια
θέμα: βλη-
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: βλήμα, πρόβλημα, περίβλημα,
αναβλητικότητα, υποβλητικότη-τα, προσβλητικότητα, μεταβλητότητα, (τα) απόβλητα
ΕΠΙΘΕΤΑ: βλητικός, αναβλητικός,
υποβλητικός, προσβλητικός, μεταβλητός, ευμετάβλητος, αμετάβλητος,
προβληματικός, ανυπέρβλητος, καταβλητικός, διαβλητός, απόβλητος
βοηθέω, -ῶ (< βοή + θέω
= τρέχω για να υποστηρίξω κάποιον φωνάζοντας)
Συνών.: ἀμύνω, ἐπικουρῶ
ΡΗΜΑΤΑ: βοηθώ, υποβοηθώ, συμβοηθώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: βοήθεια, βοηθός, βοήθημα, υποβοήθημα
ΕΠΙΘΕΤΑ: βοηθητικός, υποβοηθητικός, συμβοηθητικός
βουλεύω (= είμαι βουλευτής / σκέφτομαι, κρίνω, σχεδιάζω)
Ετυμ.:
βουλεύ-
ΡΗΜΑΤΑ: συμβουλεύω,
συμβουλεύομαι, διαβουλεύομαι, επιβουλεύομαι ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: βουλή, βούλευμα,
βουλευτής - βουλευτίνα, βουλευτήριο, σύμβουλος, διαβούλιο, επιβουλή, συμβουλή,
συμβούλιο
ΕΠΙΘΕΤΑ: βουλευτικός, επίβουλος,
συμβουλευτικός
βούλομαι (=
θέλω, επιθυμώ)
Συνών.: ἐφίεμαι, ἐπιθυμῶ
Ετυμ.: βούλ- (> βουλή > βουλεύω)
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: βούληση, βουλιμία
ΕΠΙΘΕΤΑ: βουλητικός, βουλιμικός, αυτόβουλος
ΕΠΙΡΡΗΜΑ: αυτοβούλως (=
οικειοθελώς)
γίγνομαι
(= γίνομαι, συμβαίνω / γεννιέμαι)
Ετυμ.: γεν-, γον-, γν-,
γενν-
θέμα: γεν-
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: γένος, γενέτειρα,
γένεση, (το) γενέσιο, γενεά (γενιά), γενεαλογία, γενέθλια, ευγένεια, αγένεια,
συγγένεια, οικογένεια
ΕΠΙΘΕΤΑ: γενικός, γενετικός,
γενετήσιος, γενεσιουργός, γενέθλιος, ευγενής, αγενής, συγγενής, εγγενής,
ενδογενής, πρωτογενής (δευτερογενής κλπ.)
θέμα: γον-
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ:
γόνος, γονέας-γονιός, γονίδιο, γονιδίωμα, απόγονος, έκγονος
ΕΠΙΘΕΤΑ: γόνιμος, γονικός,
παθογόνος, ρυπογόνος, άγονος, γονιδιακός
θέμα: γν-
ΡΗΜΑΤΑ: γίνομαι (<
γί-γν-ομαι)
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: γνησιότητα
ΕΠΙΘΕΤΑ: γνήσιος, νεογνός
θέμα: γενν-
ΡΗΜΑ: γεννώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: γέννα, γέννηση, γέννημα,
γενναιότητα, υπογεννητικότητα
ΕΠΙΘΕΤΟ: γενναίος
γιγνώσκω
(= γνωρίζω, φρονώ, καταλαβαίνω)
ΡΗΜΑΤΑ: γνωματεύω, γνωστοποιώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: γνώμη, συγγνώμη, γνώση, ανάγνωση, απόγνωση, διάγνωση, επίγνωση,
πρόγνωση, γνώστης, γνωστοποίηση, γευσιγνώστης, γευσιγνωσία, καρδιογνώστης,
παντογνώστης, φυσιογνώστης, γνωμάτευση, γνωστοποίηση
ΕΠΙΘΕΤΑ: γνωστός, άγνωστος, αναγνωστικός, διαγνωστικός, προγνωστικός,
γνωστικός
γράφω
(= χαράζω σε μια επιφάνεια, ζωγραφίζω, γράφω, προτείνω εγγράφως)
Ετυμ.: γραφ-
ΡΗΜΑΤΑ: γράφω, αναγράφω, αντιγράφω, διαγράφω, συγγράφω, επιγράφω, υπογράφω,
περιγράφω, παραγράφω, ιχνογραφώ, δημοσιογραφώ, αρθρογραφώ, ορθογραφώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: γραφή, (το) γραπτό,
γραφείο, γραφέας, γραφίδα, γραμμή, γράμμα, γραμματέας, γραμματεία, αναγραφή,
αντιγραφή, διαγραφή, συγγραφή, επιγραφή, παραγραφή, περιγραφή, αντιγραφέας,
ορθογραφία, ιχνογραφία, λαογραφία, λαογράφος, δημοσιογραφία, δημοσιογράφος,
αρθρογραφία, αρθρογράφος, ορθογράφος
ΕΠΙΘΕΤΑ: γραπτός, γραφικός,
γραμμικός, γραμματικός, περιγραφικός, λαογραφικός, αρθρογραφικός,
δημοσιογραφικός
δέδοικα
(= φοβούμαι)
Συνών.: φοβοῦμαι, ὀκνῶ
Αντιθ.: θαρρῶ
Ετυμ.: δει-, δε-, δοι-
ΡΗΜΑΤΑ: δειλιάζω, επιδεινώνω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: δέος, άδεια, δειλία,
θρασυδειλία, δεινότητα, επιδείνωση, δεισιδαιμονία
ΕΠΙΘΕΤΑ: δεινός, περιδεής,
ψοφοδεής, δειλός, θρασύδειλος, δεισιδαίμων
ΕΠΙΡΡΗΜΑ: αδεώς
δείκνυμι
(δεικνύω)
Συνών.: δηλῶ, σημαίνω, μηνύω
Αντιθ.: κρύπτω
Ετυμ.: δικ- (< δίκη)
ΡΗΜΑΤΑ: δείχνω, αναδεικνύω,
αποδεικνύω, επιδεικνύω, ενδείκνυμαι, καταδεικνύω, υποδεικνύω, δικάζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: δείξη, δείγμα, δειγματοληψία, δείκτης, ένδειξη,
απόδειξη, επίδειξη, υπόδειξη, υπόδειγμα, (το) ενδεικτικό, δικαστής, αντίδικος
ΕΠΙΘΕΤΑ: δεικτικός, επιδεικτικός, αποδεικτικός, ενδεικτικός, υποδεικτικός,
δειγματικός, δειγματοληπτικός, δίκαιος, δικαστικός
δέμω (=
χτίζω)
Ετυμ.: δεμ-, δομ-
ΡΗΜΑΤΑ: οικοδομώ, αποδομώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: οικοδόμηση, οικοδόμος, αποδόμηση, οικοδόμημα
ΕΠΙΘΕΤΑ: οικοδομήσιμος, αποδομητικός, οικοδομητικός
δέχομαι
Ετυμ.: δεχ-, δεκ-, δοχ-, δοκ-
ΡΗΜΑΤΑ: δέχομαι, αποδέχομαι,
διαδέχομαι, παραδέχομαι, επιδέχομαι, καταδέχομαι, υποδέχομαι, ενδέχεται,
αναδέχομαι, δωροδοκώ, προσδοκώ, καραδοκώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: αποδοχή, διαδοχή,
διάδοχος, παραδοχή, υποδοχή, αναδοχή δέκτης, αποδέκτης, δεξαμενή, δοκός -
δοκάρι, δόκανο (= παγίδα), δοχείο, πανδοχείο, πανδοχέας, ξενοδοχείο, ξενοδόχος,
δωροδοκία
ΕΠΙΘΕΤΑ: δεκτός, ευπρόσδεκτος, δεκτικός, αποδεκτός,
διαδοχικός, παραδεκτός, απαράδεκτος, επιδεκτικός, ανεπίδεκτος, καταδεκτικός,
ακατάδεκτος, ενδεχόμενος
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ: ενδεχομένως
δέω
(= έχω ανάγκη, στερούμαι) δέομαι
(= παρακαλώ)
Συνών.: προσήκει, πρέπει, χρή (το χρή σημαίνει κυρίως
την ηθική επιταγή ενώ το δεῖ την υλική ανάγκη)
Ετυμ.: δε-, δεε-, δεη-
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: δέηση, ένδεια (=
φτώχεια, έλλειψη)
ΕΠΙΘΕΤΑ: ενδεής, δεητικός
δέω, -ῶ (= δένω)
Ετυμ.: δε-, δεσ-
ΡΗΜΑΤΑ: δένω, δεσμεύω,
αποδεσμεύω, συνδέω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: δέσμη, δεσμός, δέσμιος, δεσμοφύλακας, διάδημα,
υπόδημα, σύνδεσμος, σύνδεση, επίδεσμος, δούλος
ΕΠΙΘΕΤΑ: δεσμευτικός,
αποδεσμευτικός, αδέσμευτος, ανυπόδητος, άδετος, συνδετικός, δουλικός,
δουλοπρεπής
δῆμος
Ετυμ.: δημ-
ΡΗΜΑΤΑ: δημεύω (= κατάσχω), δημαγωγώ, δημιουργώ (< δῆμος + ἔργον),
δημοσιεύω, δημοσιοποιώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: δήμος, δημότης, δήμιος,
δήμευση, δημαγωγός, δήμαρχος, δημηγορία (= συμβουλευτική ή δημόσια αγόρευση),
δημιουργία, δημοκρατία
ΕΠΙΘΕΤΑ: δημοτικός, δημόσιος, δημοσιονομικός, δημαγωγικός,
δημαρχιακός, δημιουργικός, δημοκρατικός
δίδωμι
Ετυμ.: δο-, δω-
ΡΗΜΑΤΑ:
δίνω (δίδω), εκδίδω, μεταδίδω, αναδίδω, αναμεταδίδω, καταδίδω, παραδίδω,
αποδίδω, ενδίδω, επιδίδομαι, προσδίδω, διαδίδω, προδίδω, τροφοδοτώ, λογοδοτώ,
εξουσιοδοτώ, επιδοτώ, δωρίζω, δωροδοκώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: δότης, δόση, δοτική
(πτώση), εκδότης, έκδοση, εκδοτήριο, μεταδότης, μετάδοση, αναμεταδότης,
αναμετάδοση, καταδότης, κατάδοση, παράδοση, απόδοση, επίδοση, επιδοτήριο,
διάδοση, προδοσία, ασυδοσία, αντίδοτο, τροφοδότης, τροφοδοσία, τροφοδότηση,
αιμοδοσία, λογοδοσία, εξουσιοδότηση, επιδότηση, δώρο, αντίδωρο, δωρεά, δωρητής
- δωρήτρια, δωσίδικος, δωσιδικία, δωροδοκία, δωρολήπτης, δωροληψία, δωσίλογος
ΕΠΙΘΕΤΑ: εκδοτικός, ανέκδοτος,
μεταδοτικός, αμετάδοτος, αναμεταδοτικός, αποδοτικός, αντίδοτος, ανανταπόδοτος,
ενδοτικός, ανένδοτος, επιδοτικός, ανεπίδοτος, προδοτικός, ασύδοτος,
τροφοδοτικός, αιμοδοτικός
δοκέω -ῶ (= νομίζω / μου φαίνεται σωστό, αποφασίζω)
Συνών.:
ἡγοῦμαι, νομίζω, οἴομαι
ΡΗΜΑΤΑ: δοξάζω, δοκιμάζω,
δογματίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: δόξα, δόγμα
ΕΠΙΘΕΤΑ: άδοξος, επίδοξος,
ένδοξος, δογματικός, αδογμάτιστος, δόκιμος
δράω -ῶ
Συνών.:
ποιῶ, πράττω, ἐνεργῶ
Αντίθ.: πάσχω
Ετυμ.: δρα-
ΡΗΜΑΤΑ: αντιδρώ, επιδρώ, δραστηριοποιούμαι, δραματοποιώ, διαδραματίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: δράση, αντίδραση,
επίδραση, δράστης, δράμα
ΕΠΙΘΕΤΑ: δραστικός,
αντιδραστικός, δραστήριος, δραματικός
δύναμαι
Συνών.: ἔχω + απαρ., οἷος τ' εἰμί
Ετυμ.: δυνα-
ΡΗΜΑΤΑ: δύναμαι, δυναμώνω,
ενδυναμώνω, δυναμιτίζω, δυναστεύω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: δύναμη, δυναμισμός,
δυναμικό, δυναμικότητα, δυνατότητα, δυνητικότητα, δυνάμωμα, ενδυνάμωση,
δυναμίτης (δυναμίτιδα), δυνάστης, δυναστεία
ΕΠΙΘΕΤΑ: δυνατός, δυναμικός, δυνητικός,
δυναμωτικός, δυναμικός, δυναστικός, δυναστευτικός
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ: δυνατά, δυναμικά,
δυνητικά
ἐκκλησιάζω
Ετυμ.: < ἐκκλησία < ἐκ + καλῶ
Για παράγωγα βλ. ρ. καλῶ
ἔργον
Ετυμ.: ἔργ-,
όργ-
ΡΗΜΑΤΑ: εργάζομαι, απεργάζομαι
(= εκτελώ κάτι με επιμέλεια, μηχανορραφώ), επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι,
περιεργάζομαι, συνεργάζομαι, καλλιεργώ, κωλυσιεργώ (= συστηματικά προκαλώ
προβλήματα για να εμποδίσω κάποιον από κάποια ενέργεια), ενεργώ, μεγαλουργώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: έργο, κάτεργο, πάρεργο,
σύνεργο, συνεργός, εργάτης, αρχιεργάτης, λιμενεργάτης, ναυτεργάτης, εργασία,
διεργασία, προεργασία, εργαλείο, εργαλειοθήκη, εργαστήριο, εργοστάσιο,
εργοστασιάρχης, εργοτάξιο (= το σύνολο των εγκαταστάσεων για την εκτέλεση
μεγάλων τεχνικών έργων), εργολαβία, εργολάβος, εργοληψία, εργολήπτης, απεργία,
όργανο, οργανισμός, οργανόγραμμα, αυτενέργεια, αυτουργός, αγαθοεργία,
δημιούργημα, εργασιοθεραπεία, μεγαλούργημα, εριουργός, οπλουργός, μουσουργός,
λειτουργός, υπουργός, στιχουργός, επεξεργασία, κατεργασία, περιέργεια,
συνεργάτης, κωλυσιεργία, ενέργεια
ΕΠΙΘΕΤΑ: περίεργος,
συνεργατικός, καλλιεργήσιμος, ενεργειακός, ενεργητικός, εργαστηριακός,
εργολαβικός, αργός, άεργος, άνεργος, οργανικός
εἴωθα (= συνηθίζω)
Ετυμ.: ἐθ-
ΡΗΜΑΤΑ: συνηθίζω, εθίζω, ηθικολογώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: συνήθεια, έθιμο, εθισμός, ήθος, ανηθικότητα,
ηθική, ηθικολόγος
ΕΠΙΘΕΤΑ: ηθικός, ηθικολογικός, ανήθικος, εθιμικός, αήθης
ΕΠΙΡΡΗΜΑ: συνήθως
ἐπίσταμαι
(= γνωρίζω καλά, σε βάθος)
Συνών.: γιγνώσκω, οἶδα, ἐπαΐω
Αντιθ.: ἀγνοῶ
Ετυμ.: ἐπί
+ ἴσταμαι (ιων. τ. με ψιλή του ρ. ἵσταμαι και με τη σημασία του
νομίζω)
ΡΗΜΑΤΑ:
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: επιστήμη, επιστήμονας,
επιστημοσύνη, επιστημονικότητα, (το) επιστητό
ΕΠΙΘΕΤΑ: επιστημονικός,
αντιεπιστημονικός, διεπιστημονικός, επιστημονικο-φανής
ἔρχομαι
Συνών.: ἀφικνοῦμαι, φθάνω, εἶμι
Ετυμ.: έρχ-, έλυθ-, έλευ-, ει-, ι-
θέμα: έρχ-
ΡΗΜΑΤΑ: έρχομαι, επέρχομαι, παρέρχομαι, προσέρχομαι, συνέρχομαι, διεξέρχομαι
(= διέρχομαι από τη μια άκρη ως την άλλη / αναπτύσσω κάτι από την αρχή ως το
τέλος), μετέρχομαι (= ασκώ επάγγελμα / χρησιμοποιώ μέσα για κάποιο σκοπό), υπεισέρχομαι
(= εισχωρώ απαρατήρητος).
θέμα:
-ελυθ-
ΡΗΜΑΤΑ: προσηλυτίζω.
ΕΠΙΘΕΤΑ: έπηλυς (= αυτός που
έρχεται από έξω, ο ξένος).
θέμα: -ελευ-
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: έλευση, παρέλευση,
προσέλευση, συνέλευση, Ελευσίνα.
ΕΠΙΘΕΤΑ: Ελευσίνιος.
θέμα: ι-
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: εισιτήριο, εξιτήριο,
ισθμός, (τα) Ίσθμια, οι ανιόντες (= οι πρόγονοι), οι κατιόντες (= οι
απόγονοι), η ανιούσα (= η πορεία προς τα άνω), η κατιούσα (= η πορεία προς τα κάτω).
ΕΠΙΘΕΤΑ: ιταμός (= θρασύς), προσιτός, δυσπρόσιτος,
εξίτηλος, ανεξίτηλος.
εὑρίσκω
ΡΗΜΑΤΑ: (βρίσκω), εφευρίσκω,
ανευρίσκω, εξευρίσκω, παρευρίσκομαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: εφευρέτης, εύρεση,
εύρημα, ευρετήριο, εφεύρεση, ανεύρεση, εξεύρεση, συνεύρεση
ΕΠΙΘΕΤΑ: εφευρετικός, ευρηματικός
ἔχω
Ετυμ.: σεχ-,
ἑχ-, ἐχ-, οχ-, σχ-, σχε-, σχη-
ΡΗΜΑΤΑ: έχω, ανέχομαι, αντέχω,
απέχω, ενέχομαι, εξέχω, κατέχω, μετέχω,
παρέχω, περιέχω, προέχω, προσέχω, υπερέχω, υπέχω, συνέχω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: έξη (= συνήθεια), μέθεξη
(= συμμετοχή), σχέση, σχήμα, σχέδιο, σχόλη, σχολή, ασχολία, εχεμύθεια (< ἔχω
+ μῦθος), ανοχή, αντοχή, αποχή, ενοχή, εξοχή, κατοχή, μετοχή, περιοχή,
προσοχή, υπεροχή, συνοχή, παροχή
ΕΠΙΘΕΤΑ: ανεκτικός, ανθεκτικός,
ένοχος, έξοχος, κατοχικός, μέτοχος, μετοχικός, εχέμυθος, περιεκτικός,
προσεκτικός, υπέροχος, συνεκτικός
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ: σχεδόν, καθεξής
ζήω -ῶ & βιόω -ῶ
Ετυμ.: ζη-, βιο-
ΡΗΜΑΤΑ: βιώνω, αναβιώνω,
επιβιώνω, ζωογονώ, αναζωογονώ, ζωοποιώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: ζωή, ζώο, ζωύφιο, βιοτή,
βίωση, αναβίωση, διαβίωση, επιβίωση, βίωμα, επιβίωμα, αναζωογόνηση, ζωοποίηση
ΕΠΙΘΕΤΑ: ζωϊκός, ζωτικός,
αναζωογονητικός, βιώσιμος, βιοτικός
ἡγέομαι, -οῦμαι
Συνών.: ἡγοῦμαι + ειδικ. απαρ.: νομίζω,
δοκῶ, δοκεῖ μοι, οἴομαι, ὑπολαμβάνω
ἡγοῦμαι + γεν.: ἄρχω, κρατῶ
ἡγοῦμαι + δοτ.: ὁδηγῶ
Ετυμ.: ἡγε-
(< ἀγ-)
ΡΗΜΑΤΑ: προηγούμαι, αφηγούμαι,
εισηγούμαι, εξηγώ, διηγούμαι, ηγεμονεύω.
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: αφήγηση, εισήγηση, εξήγηση, διήγηση, υφηγεσία, ηγεσία, ηγεμονία,
ηγεμόνας, ηγέτης, αρχηγέτης
ΕΠΙΘΕΤΑ: αφηγηματικός,
εισηγητικός, διηγητικός, ηγετικός, ηγεμονικός
θεωρέω -ῶ (= βλέπω, παρατηρώ) (διαφορετικό είναι το ρήμα θεῶμαι
< θέα)
Ετυμ.: < θεός + ὤρα (=φροντίδα)
Συνων : ὁρῶ
ΡΗΜΑΤΑ: επιθεωρώ, αναθεωρώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: επιθεώρηση, αναθεώρηση, θεωρός (=θεατής,
πρεσβευτής σταλμένος σε μαντείο), θεώρηση, θεώρημα
ΕΠΙΘΕΤΑ: αναθεωρητικός, επιθεωρητικός, θεωρητικός,
αθεώρητος
θητεύω (= δουλεύω ως μισθωτός)
Ετυμ.: < θής (γεν.θητός = δουλοπάροικος)
ΡΗΜΑΤΑ : θητεύω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: θητεία
θνῄσκω (= πεθαίνω, σκοτώνομαι)
Συνών.:
θανατοῦμαι, τελευτῶ, φονεύομαι
Ετυμ.: θαν- θνή-
ΡΗΜΑΤΑ: θανατώνω, απαθανατίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: θάνατος, αθανασία,
θνησιμότητα, (το) θανατικό
ΕΠΙΘΕΤΑ: θνητός, αθάνατος,
θνησιγενής, θανατηφόρος, θνησιμαίος
ἵημι
Συνών.:
βάλλω, ρίπτω
Ετυμ.: jε- jη-
ΡΗΜΑΤΑ: αφήνω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: άνεση, άφεση, ένεση,
έφεση, σύνεση, εφέτης, χειραφέτηση
ΕΠΙΘΕΤΑ: άνετος, συνετός,
χειραφετημένος
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ:
άνετα, συνετά
ἱκνέομαι -οῦμαι (βλ. ἀφικνοῦμαι)
ἵστημι (= στήνω) ἵσταμαι
(= στέκομαι)
Ετυμ.: στη-,
στα-
ΡΗΜΑΤΑ: σταματώ, στήνω,
στέκομαι, ανασταίνω, αναστατώνω, ανθίσταμαι (= αντιστέκομαι), αποκαθιστώ,
αποστατώ, διίσταμαι (= στέκομαι χωριστά, διαφωνώ, διαφέρω), ενίσταμαι (=
αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι), εξίσταμαι (= εκπλήσσομαι, μένω έκθαμβος), καθιστώ,
παριστάνω, παριστώ, παρασταίνω, προίσταμαι, συμπαρίσταμαι (= στέκομαι κοντά και
βοηθώ, συμπαραστέκομαι), συστήνω, συνιστώ, συνίσταμαι, υφίσταμαι, στασιάζω,
προστατεύω, σταθμεύω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: ιστός, ιστίο,
στάθμη, σταθμός, (τα) σταθμά, σταμνί, στάση, στασίδι, σταυρός, στήλη, στήθος,
στοά, ανάσταση, ανάστημα, αναστάτωση, αντίσταση, αποκατάσταση, απόσταση, απόστημα
(= απόσταση, πυώδης φλεγμονή), αποστασία, διάσταση, διάστημα, ένσταση, έκσταση,
κατάσταση, μετάσταση (= μεταβολή, αλλαγή θέσης), παράσταση, προϊστάμενος,
προστάτης, προστασία, συμπαράσταση, σύσταση, σύστημα, συστάδα, υπόσταση,
συστατικό, ευστάθεια, αστάθεια, σταθερότητα, στασιμότητα
ΕΠΙΘΕΤΑ:
ευσταθής, ασταθής, άστατος, σταθερός, στάσιμος, στατικός, στητός, ανάστατος,
εκστατικός, μεταστατικός, παραστατικός, νεοσύστατος, ανυπόστατος
ΕΠΙΡΡΗΜΑ: συστάδην (= από κοντά),
σταθερά, εκστατικά, παραστατικά
καιρός (= κατάλληλη στιγμή, ευνοϊκή περίσταση, ευκαιρία)
ΡΗΜΑΤΑ: ευκαιρώ, καιροφυλακτώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: ευκαιρία, επικαιρότητα, κακοκαιρία, καλοκαίρι, καιροσκόπος
ΕΠΙΘΕΤΑ: καιρικός, ευκαιριακός, επίκαιρος, καιροσκοπικός, καίριος
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ: ευκαίρως, ακαίρως, ευκαιριακά
καλέω -ῶ
ΡΗΜΑΤΑ: καλώ, προσκαλώ, ανακαλώ, παρακαλώ, μετακαλώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: κλήση, κλητήρας, έκκληση, πρόσκληση, ανάκληση, παράκληση,
μετάκληση, εκκλησία (< ἐκ + καλῶ)
ΕΠΙΘΕΤΑ: έκκλητος, κλητός, προσκλητικός, ανακλητικός, παρακλητικός,
εκκλησιαστικός
κεῖμαι (= κείτομαι, βρίσκομαι ξαπλωμένος, βρίσκομαι)
Ετυμ.: κει- κοι-
ΡΗΜΑΤΑ: αντίκειμαι, απόκειμαι (=
βρίσκομαι κάπου φυλαγμένος, κάτι εξαρτάται από τη διάθεση ή τις δυναμεις
κάποιου) διάκειμαι, έγκειμαι, επίκειμαι, πρόκειμαι, πρόσκειμαι, σύγκειμαι,
υπόκειμαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: κείμενο, διακείμενο,
αντικείμενο, υποκείμενο, κειμήλιο, κοιτώνας (= κρεβατοκάμαρα), κατάκοιτος,
προκείμενος, προσκείμενος
ΕΠΙΘΕΤΑ: κειμενικός,
διακειμενικός, αντικειμενικός, υποκειμενικός
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ: αντικειμενικά,
υποκειμενικά
κλίνω
ΡΗΜΑΤΑ: παρεκκλίνω, συγκλίνω, αποκλίνω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: παρέκκλιση, απόκλιση, σύγκλιση
κολάζω (= τιμωρώ)
Ετυμ.: < ποιητ. «κόλος» (= βραχύς, κοντός)
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: κόλαση, κολαστήριο
ΕΠΙΘΕΤΑ: ακόλαστος, κολαστικός
κομίζω (= φέρνω, οδηγώ)
Ετυμ.: κομίδ-
ΡΗΜΑΤΑ: αποκομίζω, διακομίζω,
προσκομίζω, συγκομίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: αποκόμιση, αποκομιδή,
διακόμιση, προσκόμιση, προσκομιδή, συγκομιδή, κόμιστρα (= χρήματα για τη
μεταφορά)
ΕΠΙΘΕΤΑ: διακομιστικός
κρίνω
Ετυμ.: κριν-
ΡΗΜΑΤΑ: κρίνω, διακρίνω,
εγκρίνω, συγκρίνω, προκρίνω, αποκρίνομαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: κρίση, κριτής, κριτήριο,
κριτική, κρίμα, έγκριση, σύγκριση, πρόκριση, πρόκριμα, απόκριση, διάκριση
ΕΠΙΘΕΤΑ: κριτικός, διακριτικός,
αδιάκριτος, κριματισμένος, εγκριτικός, συγκριτικός, προκριματικός
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ: διακριτικά, αδιάκριτα
κτάομαι,
-ῶμαι (=
αποκτώ, παίρνω, κατέχω, κερδίζω)
Ετυμ.: κτα-, κτη-
ΡΗΜΑΤΑ: αποκτώ, ανακτώ,
επανακτώ, κατακτώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: κτήμα, κτήνος (= μέρος
περιουσίας, ζώο), κτήση, κτήτορας, κτερίσματα (= αντικείμενα που συνόδευαν τον
νεκρό), απόκτηση, απόκτημα, ανάκτηση, επανάκτηση, κατάκτηση, κτητικότητα
ΕΠΙΘΕΤΑ: κτητός, επίκτητος,
κτητικός, κατακτητικός
λαγχάνω (= τυχαίνω με λαχνό)
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: λαχνός, λαχείο, Λάχεση
(= μια από τις τρεις Μοίρες: αυτή που δίνει τους κλήρους επιλογής τρόπου ζωής
στους ανθρώπους)
ΕΠΙΘΕΤΑ: λαχειοφόρος
λαμβάνω
(= πιάνω, παίρνω)
Ετυμ.: λαβ-,
ληβ-
ΡΗΜΑΤΑ: λαμβάνω (λαβαίνω),
παραλαμβάνω, αναλαμβάνω, περιλαμβάνω, προσλαμβάνω, συλλαμβάνω, καταλαμβάνω,
καταλαβαίνω, προλαμβάνω-προλαβαίνω, μεταλαμβάνω, εκλαμβάνω, διαλαμβάνω,
απολαμβάνω, αντιλαμβάνομαι, μεσολαβώ, συλλαβίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: λαβή, λήπτης, λήψη,
λήμμα, λαβίδα (= τσιμπίδα, κουτάλι μετάληψης), λαβώνω, λάφυρο, παραλαβή,
παραλήπτης, ανάληψη, πρόσληψη, συλλαβή, σύλληψη, κατάληψη, πρόληψη, μετάληψη,
απολαβή, χειρολαβή, αντίληψη, υπόληψη, επιληψία, δωρολήπτης, δωροληψία,
δανειολήπτης, δανειοληψία, μεσολάβηση, μεσολαβητής, εργολάβος, εργολαβία,
θρησκοληψία, ευλάβεια, δικολάβος, δικοληψία
ΕΠΙΘΕΤΑ: αναληπτικός, αντιληπτός,
περιληπτικός, προληπτικός, αντιληπτικός, επιληπτικός, μουσόληπτος, ασύλληπτος,
θρησκόληπτος, ευλαβής, ευλαβικός
λανθάνω (= διαφεύγω την προσοχή κάποιου)
Ετυμ.: λαθ-
ΡΗΜΑΤΑ: αληθεύω, υπολανθάνω,
διαλανθάνω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: λάθος, αλήθεια,
αληθοφάνεια, λήθη
ΕΠΙΘΕΤΑ: αληθινός, αναληθής,
λανθασμένος, αληθοφανής, λαθεμένος
λέγω
(= μιλώ)
Ετυμ.: λεγ-, λογ-
ΡΗΜΑΤΑ: αντιλέγω, προλέγω, διαλέγομαι, προλογίζω, λογίζομαι, λογαριάζω,
ρητορεύω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: λέξη, λεκτικό, λεξικό,
λόγος, αντίλογος, πρόλογος, επίλογος, διάλογος, λογική, λογικό, λογικότητα,
λογισμός, λογισμικό (= Software), λογιστής, λογιστική,
λογαριασμός, λογάριασμα, ρήμα, παρρησία, ρήτρα (= λόγος / γνωμικό / συμφωνία),
ρήτορας, ρητορική
ΕΠΙΘΕΤΑ: υπόλογος, λεκτικός,
διαλεκτικός, δυσλεκτικός, προλογικός, λεξιλογικός, λεξικός, λόγιος, λογικός,
λογιστικός, ρηματικός, ρητός (= αυτός
που ειπώθηκε / που μπορεί να ειπωθεί), άρρητος, αναντίρρητος, ρητορικός
ΕΠΙΡΡΗΜΑ: ρητά, αναντίρρητα
λέγω (= συλλέγω)
ΡΗΜΑΤΑ: συλλέγω, εκλέγω, διαλέγω, επιλέγω, καταλέγομαι, συγκαταλέγω,
ανθολογώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: συλλογή, συλλέκτης, σύλλογος, εκλογή, εκλογέας,
διαλογή, επιλογή, κατάλογος, λέσχη, ανθολογία, ανθολόγος
ΕΠΙΘΕΤΑ: εκλεκτικός, συλλεκτικός, συλλογικός, εκλογικός,
διαλεχτός, επιλεκτικός, επίλεκτος
λείπω
Ετυμ.: λειπ-, λιπ-, λοιπ-
ΡΗΜΑΤΑ: εγκαταλείπω,
υπολείπομαι, εκλείπω, παραλείπω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: έλλειψη,
έλλειμμα, διάλειμμα, λείμμα, λείψανο, υπόλοιπο, λιποτάκτης, λειψανδρία, λιποψυχία,
παράλειψη, εγκατάλειψη, λοίσθια (φρ. "πνέω τα λοίσθια" = πεθαίνω,
τελειώνω)
ΕΠΙΘΕΤΑ: αδιάλειπτος,
ελλιπής, ελλειπτικός, λοιπός, λειψός
μανθάνω
ΡΗΜΑΤΑ: μαθητεύω, κακομαθαίνω,
καλομαθαίνω, κουτσομαθαίνω, μισομαθαίνω, ξαναμαθαίνω, ξεμαθαίνω, πρωτομαθαίνω,
μαθεύομαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: εκμάθηση, μάθηση, μαθητής, μάθημα, πολυμάθεια,
ευμάθεια, ευρυμάθεια, αμάθεια, ημιμάθεια, νομομάθεια, ολιγομάθεια, οψιμάθεια,
πολυμάθεια, φιλομάθεια, ταχυμάθεια, αρχαιομάθεια, γλωσσομάθεια
ΕΠΙΘΕΤΑ: αμαθής, μαθησιακός, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής,
ημιμαθής, νομομαθής, ολιγομαθής, οψιμαθής, πολυμαθής, ταχυμαθής, φιλομαθής,
αρχαιομαθής, αφιλομαθής, γλωσσομαθής, ελληνομαθής, ευρυμαθής
μείρομαι (= έχω μερίδιο σε κάτι)
ΡΗΜΑΤΑ: επιμερίζω, καταμερίζω, μοιράζω, μοιρολογώ, παραμερίζω, πολυμερίζω,
συμμερίζομαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: αμεροληψία, διαμέρισμα,
ειμαρμένη (μτχ πρκμ.), λεπτομέρεια, μερίδα, μερίδιο, μέρος, μέρισμα, μοίρα, μοιρογνωμόνιο, μοίραρχος,
μοιρολατρία, μονομέρεια, παραμερισμός, πολυμέρεια, συμμορία
ΕΠΙΘΕΤΑ:
αδρομερής, αμερόληπτος, άμοιρος, ανισομερής, απόμερος, διμερής, δύσμοιρος, κακόμοιρος, λεπτομερής, μεμψίμοιρος,
μερικός, μοιραίος,
μοιρολάτρης, μοιρολατρικός,
μονομερής, πολυμερής
μέλλω (= σκοπεύω να κάνω κάτι, αναβάλλω, βραδύνω)
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: μέλλον, μελλοντολόγος,
μελλόνυμφος, μελλοθάνατος, (τα) μελλούμενα
ΕΠΙΘΕΤΑ: μελλοντικός,
μελλοντολογικός
νέμω
ΡΗΜΑΤΑ:
αναδιανέμω, απονέμω, διανέμω, κατανέμω,
προσαπονέμω, νομιμοποιώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: νέμεσις, νομή, νομάδας, νόμος, νομός, νομάρχης, νομαρχία, νομίατρος, αναδιανομή, απονομή, διανομή,
κατανομή, νομοθέτης, νομοθέτημα, νομομάθεια, νομομαθής, νομολογία, νομιμότητα, νομιμοποίηση,
νομιμοφάνεια, νομιμοφροσύνη, νομοτέλεια,
παρανομία, αγρονόμος, αγορανόμος,
αστρονόμος, αστυνόμος, γεωνόμος, κληρονόμος,
μετρονόμος, οικονόμος, παιδονόμος, συγκληρονόμος,
αερονόμος, ακτονόμος, ανθυπαστυνόμος, γαστρονόμος,
δασονόμος, οπλονόμος, ραδιοαστρονόμος, στρατονόμος,
ταξινόμος, τροχονόμος, υγειονόμος, υπαστυνόμος,
υπόνομος
ΕΠΙΘΕΤΑ: νομικός, νόμιμος,
νομοθετικός, νομοπαρασκευαστικός, νομολογιακός, νομιμόφρων, νομοταγής, παράνομος,
αναδιανεμητικός, κατανεμητικός, νομαδικός, αντίνομος, ετερόνομος, ημιαυτόνομος,
ισόνομος, άνομος, αυτόνομος, έκνομος, έννομος,
σύννομος, φιλόνομος, νομοτελειακός
νομίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: νόμισμα, νομισματοκοπείο, νομισματοκόπος, νομισματοθήκη
ΕΠΙΘΕΤΑ: νομισματικός
νοῶ
ΡΗΜΑΤΑ: διανοούμαι, επινοώ, ευνοώ, εννοώ, προνοώ, παρανοώ, κατανοώ, μετανοώ,
συνεννοούμαι, υπονοώ, νουθετώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: νους, νόηση, νόημα, νουθεσία, αγχίνοια, άνοια, διάνοια, επίνοια,
εύνοια, έννοια, κρυψίνοια, μικρόνοια, πρόνοια, παράνοια, μετάνοια, υπόνοια,
κατανόηση, διανόηση, διανοούμενος, επινόηση, παρανόηση, συνεννόηση,
υπονοούμενο
ΕΠΙΘΕΤΑ: νοερός, νοητικός, νουνεχής, διανοητικός, επινοητικός, προνοητικός,
παρανοϊκός, ευνοϊκός, συνεννοήσιμος, αγχίνους, βραδύνους, κρυψίνους, μικρόνους,
οξύνους, σύννους
οἶδα (=
ξέρω, γνωρίζω)
Συνών.: γιγνώσκω, ἐπίσταμαι
Ετυμ.: (<
εἴδω = βλέπω, γνωρίζω) ειδ-, ιδ-
θέμα ειδ-
ΡΗΜΑΤΑ: ειδικεύομαι, ειδοποιώ, συνειδητοποιώ.
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: είδος, είδωλο, ειδώλιο (=
αγαλματίδιο), ειδύλλιο (= λογοτεχνικό είδος -μορφή επυλλίου- της
αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας), ειδήμων (= γνώστης), είδηση, ειδικότητα,
ειδίκευση, ειδωλολάτρης, συνείδηση, συνειδητοποίηση, ασυνειδησία,
ευσυνειδησία, ειδησεογραφία, ειδοποίηση
ΕΠΙΘΕΤΑ: ειδικός, ειδυλλιακός,
ειδοποιός, ωοειδής, συνειδητός, ασυνείδητος, ευσυνείδητος, ειδησεογραφικός
θέμα ιδ-
ΡΗΜΑΤΑ: ιστορώ, εξιδανικεύω, εξιστορώ, ιστοριοδιφώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: ίστωρ (= έμπειρος, γνώστης),
ιστορία, ιστορικότητα, ιστορικός, φιλίστωρ, ιστοριογράφος, ιστοριογραφία,
ιστοριοδίφης, μυθιστοριογραφία
ΕΠΙΘΕΤΑ: ιστορικός, ιστοριογραφικός,
μυθιστορηματικός
οἴομαι
ΡΗΜΑΤΑ: προοιωνίζομαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: οίηση (= υπερηφάνεια,
έπαρση), οίημα, οιηματίας, οιωνός
ΕΠΙΘΕΤΑ: οιηματικός
ὄλλυμι
ΡΗΜΑΤΑ: εξολοθρεύω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: όλεθρος, απώλεια, πανώλη
ΕΠΙΘΕΤΑ: εξώλης, προώλης
ὄμνυμι
ΡΗΜΑΤΑ: συνωμοτώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: συνωμοσία, συνωμότης,
εξωμότης, ορκωμοσία
ΕΠΙΘΕΤΑ: συνωμοτικός
ὁράω-ῶ
= βλέπω
Ετυμ.: ὁρ-,
ὄπ-, (ε)ἰδ-
θέμα: ὁρ-
ΡΗΜΑΤΑ:
παρορώ, ενορώ, αφορώ, προορώ, οραματίζομαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ:
όραση, ενόραση, όραμα, παρόραμα (= λάθος), ορατότητα, οραματιστής
ΕΠΙΘΕΤΑ: ορατός, αόρατος,
αδιόρατος, διορατικός, ενορατικός, προορατικός
θέμα: ὄπ-
ΡΗΜΑΤΑ: εποπτεύω, αντιμετωπίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: μάτι (> ὀμμάτιον > ὀπ-μα), οπτική, όψη, άποψη, προοπτική,
επόπτης, εποπτεία, πρόσοψη, προσόψι, προσωπίδα, κάτοψη, διόπτρα (= κυάλι),
υπερόπτης, υπεροψία, μέτωπο, πρεσβύωψ, πρεσβυωπία, μύωψ, μυωπία, οφθαλμός,
οφθαλμίατρος, οφθαλμιατρείο, οφθαλμαπάτη
ΕΠΙΘΕΤΑ: οπτικός, προοπτικός,
απρόοπτος, εποπτικός, περίοπτος, διοπτρικός, ύποπτος, υπεροπτικός, μετωπικός,
πρεσβυωπικός, μυωπικός, οφθαλμικός, εξόφθαλμος, μονόφθαλμος, σκυθρωπός,
αρρενωπός
θέμα: (ε)ιδ-
ΡΗΜΑ: είδα (βλ. και οἶδα)
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: ιδέα, ιδεώδες, ιδανικό, είδος, είδωλο, ειδώλιο ιδεολογία, εξιδανίκευση
ΕΠΙΘΕΤΑ: ιδεολογικός, ιδανικός, ιδεώδης
ὀργή
Ετυμ.: < ὀρέγω (= τείνω, επιθυμώ)
ΡΗΜΑΤΑ : οργίζομαι, εξοργίζομαι
ΕΠΙΘΕΤΑ : εξοργιστικός
ὀρθὸς
Ετυμ.: < ὄρνυμι (=σηκώνω) < ὀρούω (=
ορμώ)
ΡΗΜΑΤΑ: ορθώνω, ανορθώνω, διορθώνω, επανορθώνω, κατορθώνω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ : ορθότητα, διόρθωση, επανόρθωση, διορθωτής,
ΕΠΙΘΕΤΑ : όρθιος, ορθός, αδιόρθωτος
ὅρος (= όριο, σύνορο)
Ετυμ.: ὁρ-
ΡΗΜΑΤΑ: οροθετώ, καθορίζω,
εξορίζω, ορίζω, οριστικοποιώ, προσδιορίζω ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: όριο, σύνορο,
μεθόριος (η), οριστικότητα, ορίζοντας, προσδιορισμός, αοριστία
ΕΠΙΘΕΤΑ: όμορος (< ὁμοῦ +
ὅρος = γειτονικός, συνορεύων), οριστικός, αόριστος, οριζόντιος, οριακός,
απροσδιόριστος
παιδεία
Ετυμ.: < παῖς
ΡΗΜΑΤΑ: παιδεύω, εκπαιδεύω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: παίδευση, παίδεμα, εκπαίδευση
ΕΠΙΘΕΤΑ: παιδευτικός, εκπαιδευτικός
πάσχω
ΡΗΜΑΤΑ: συμπάσχω, πασχίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: πάθος, πάθημα, πάθηση,
πένθος, εμπάθεια, απάθεια, ευπάθεια, συμπάθεια, αντιπάθεια, παθογένεση
ΕΠΙΘΕΤΑ: παθητικός, πολυπαθής,
απαθής, εμπαθής, ευπαθής, συμπαθητικός, αντιπαθητικός
παύω
ΡΗΜΑΤΑ: αναπαύομαι, καταπαύω,
επαναπαύομαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: παύλα, ανάπαυλα, παύση,
ανάπαυση, παυσίπονο, κατάπαυση, επανάπαυση
ΕΠΙΘΕΤΑ: ακατάπαυστος,
αναπαυτικός
πείθω
Ετυμ.: πειθ-, πιθ-, ποιθ-
ΡΗΜΑΤΑ: πείθω, αναπείθω (= μεταβάλλω τη γνώμη κάποιου),
μεταπείθω, παραπείθω (= πείθω με παραπλανητικά μέσα), πειθαναγκάζω (= ασκώ βία
με το πρόσχημα της πειθούς), πειθαρχώ, πιστοποιώ, πιστεύω, εμπιστεύομαι,
πιστοχρεώνω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: πειθώ, πείσμα, πεποίθηση, πεισματάρης,
πιθανότητα, πίστη, πιστότητα, πίστωση, πειθαναγκασμός, πειθαρχία, πιστοποίηση,
διαπιστευτήρια (τα), εμπιστοσύνη
ΕΠΙΘΕΤΑ: πιθανός, πεισματικός, αμετάπειστος, πιστός,
αξιόπιστος, παραπειστικός, απείθαρχος, πειθήνιος, πιστευτός, εμπιστευτικός
πέμπω
(= στέλνω)
Ετυμ.: πεμπ-, πομπ-
ΡΗΜΑΤΑ: παραπέμπω, αποπέμπω,
εκπέμπω, αναπέμπω, προπέμπω, πομπεύω, διαπομπεύω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: πομπός, πομπή,
παραπομπή, αποπομπή, εκπομπή, αναπομπή, προπομπός, διαπόμπευση, νηοπομπή,
ψυχοπομπός, νεκροπομπός
ΕΠΙΘΕΤΑ: πομπώδης, παραπεμπτικός,
ουρανόπεμπτος, θεόπεμπτος, αποδιοπομπαίος (τράγος) (< ἀπό + Διός +
πομπή = αποτρέπω κάτι κακό με θυσίες)
πίπτω
ΡΗΜΑΤΑ: καταπίπτω, υποπίπτω,
μεταπίπτω, συμπίπτω, αναπίπτω, εκπίπτω, επιπίπτω, παραπίπτω, εμπίπτω,
παρεμπίπτω, περιπίπτω, προσπίπτω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: κατάπτωση, παράπτωμα,
μετάπτωση, σύμπτωση, έκπτωση, επίπτωση, πτώση, πτώμα, πτώση, περίπτωση
ΕΠΙΘΕΤΑ: πτωτικός, άπτωτος,
αμετάπτωτος, αδιάπτωτος, έκπτωτος
πιστεύω
ΡΗΜΑΤΑ: πιστοδοτώ, πιστοποιώ,
πιστώνω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: πίστη, απιστία,
πιστότητα, πίστωση, πιστοδότηση, πιστοληψία, πιστοποίηση, πιστοποιητικό
ΕΠΙΘΕΤΑ: πιστός, άπιστος,
πιστευτός, απίστευτος, πιστωτικός, πιστοδοτικός, πιστοληπτικός
πλήττω
Ετυμ.: πληγ-
ΡΗΜΑΤΑ: πλήττω, εκπλήσσω,
επιπλήττω, καταπλήσσω, διαπληκτίζομαι, πληγιάζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: πλήγμα, πληγή, πλήξη,
έκπληξη, επίπληξη, κατάπληξη, διαπληκτισμός
ΕΠΙΘΕΤΑ: πληκτικός, εκπληκτικός,
επιπληκτικός, καταπληκτικός
ποιέω, -ῶ
ΡΗΜΑΤΑ: εκποιώ, αποποιούμαι, προσποιούμαι, αντιποιούμαι,
μεταποιώ, περιποιούμαι, παραποιώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: ποίηση, ποίημα, εκποίηση, προσποίηση, μεταποίηση,
περιποίηση, παραποίηση
ΕΠΙΘΕΤΑ: ποιητικός, προσποιητός, περιποιητικός, απεριποίητος,
παραποιητικός, χειροποίητος
πόλις
Ετυμ.: πολι-,
πολε-
ΡΗΜΑΤΑ: εκπολιτίζω, πολιτεύομαι, συμπολιτεύομαι,
αντιπολιτεύομαι, πολιτικολογώ, πολιτογραφώ, πολιτικοποιούμαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: πολίτης, πολιτισμός,
πολιτεία, πολίτευμα, συμπολίτης, συμπολιτεία, εκπολιτισμός, συμπολίτευση,
αντιπολίτευση, πολιτικολογία, πολιτογράφηση, πολιτικοποίηση, ακρόπολη,
μητρόπολη, μεγαλούπολη, πανεπιστημιούπολη
ΕΠΙΘΕΤΑ: πολιτικός, πολιτιστικός,
πολιτισμικός, πολιτισμένος, πολιτειακός, πολιτικοποιημένος
πράττω
Ετυμ.: πραγ-
ΡΗΜΑΤΑ: πράττω, πραγματεύομαι (=
ασχολούμαι συστηματικά με κάτι), πρακτορεύω, διαπραγματεύομαι, διαπράττω,
εισπράττω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: πράξη, πράγμα,
πραγματικότητα, πραγματεία, πράκτορας, πρακτορείο, απραξία, αντίπραξη,
δικαιοπραξία (= συμφωνία νομικά κατοχυρωμένη), κοινοπραξία, πραξικόπημα,
πραξικοπηματίας, διαπραγμάτευση, διαπραγματευτής, διάπραξη, είσπραξη,
εισπράκτορας, πραμάτεια, πραματευτής, (τα) πρακτικά, (τα) πεπραγμένα.
ΕΠΙΘΕΤΑ: πρακτικός, πραγματικός,
άπρακτος, δικαιοπρακτικός, πραξικοπηματικός, εισπρακτικός, διαπραγματευτικός,
διαπραγματεύσιμος, αδιαπραγμάτευτος
ΕΠΙΡΡΗΜΑ: πράγματι, πραγματικά
ῥήγνυμι
ΡΗΜΑΤΑ: διαρρηγνύω, εκρήγνυμαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: ρήξη, ρήγμα, διάρρηξη,
διαρρήκτης, έκρηξη, ραγάδα, ρωγμή, ρηγμάτωση
ΕΠΙΘΕΤΑ: άρρηκτος, εκρηκτικός, ρηγματώδης,
ρηγματικός, ρηξικέλευθος
σείω (=κουνώ, ταρακουνώ)
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ : διάσειση, σεισμός
ΕΠΙΘΕΤΑ : σεισμικός, σεισμογενής, σεισμόπληκτος,
αδιάσειστος
σκεδάννυμι (= σκορπίζω)
ΡΗΜΑΤΑ: διασκεδάζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: διασκέδαση
ΕΠΙΘΕΤΑ: διασκεδαστικός
σκοπέω -ῶ (= παρατηρώ, εξετάζω, σκέφτομαι)
ΡΗΜΑΤΑ: σκοπεύω, κατασκοπεύω,
ανασκοπεύω, σκέφτομαι, διασκέπτομαι, συσκέπτομαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: σκέψη, διάσκεψη,
σύσκεψη, ανασκόπηση, ενδοσκόπηση, σκοπός, σκοπιά, κατασκοπεία, ανασκόπηση,
περισκόπιο, αστεροσκόπος, μετεωροσκόπος, οιωνοσκόπος, ωροσκόπος, ακτινοσκόπος,
καιροσκόπος, κερδοσκόπος, επίσκοπος, επίσκεψη, πρόσκοπος, σκεπτικισμός
ΕΠΙΘΕΤΑ: σκόπιμος, διασκέψιμος,
άσκοπος, εσκεμμένος
σπεύδω
Ετυμ.: σπευδ-, σπουδ-
ΡΗΜΑΤΑ: σπεύδω, σπουδάζω, σπουδαιολογώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: σπουδή, σπουδαστής, σπούδασμα
ΕΠΙΘΕΤΑ: σπουδαίος, σπουδαστικός
στέλλω
ΡΗΜΑΤΑ: αναστέλλω, αποστέλλω, διαστέλλω, καταστέλλω,
περιστέλλω, συστέλλω, υποστέλλω, στολίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: αναστολή, αποστολή, διαστολή, καταστολή,
περιστολή, συστολή, υποστολή, στόλος, επιστολή
ΕΠΙΘΕΤΑ: ανασταλτικός, επιστολικός, αποστολικός,
κατασταλτικός
σώζω
Συνών.: διαφυλάττω
Αντιθ.: ἀπόλλυμι
ΡΗΜΑΤΑ: σώζω, σωφρονίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: σωτήρας, σωτηρία, διάσωση,
σωφρονισμός, σωφροσύνη
ΕΠΙΘΕΤΑ: σώος, σωτήριος, σωστός,
σωστικός, άσωτος, σωφρονηστικός
τάττω
(τάσσω)
Ετυμ.: ταγ-
ΡΗΜΑΤΑ: τάττω, τάσσω, τάζω,
εντάσσω, προτάσσω, προστάζω, συντάσσω, ανατάσσω, διατάζω, κατατάσσω,
παρατάσσω, αντιτάσσω, επιτάσσω, αποτάσσω, υποτάσσω, ταξιδεύω, τακτοποιώ,
ταξινομώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: τάγμα, τάξη, ταγός (=
αρχηγός), αταξία, ένταξη, πρόταξη, προσταγή, πρόσταγμα, συνταγή, σύνταγμα,
σύνταξη, συντάκτης, ασυνταξία, ανάταξη, διαταγή, διάταγμα, διάταξη, κατάταξη, μετάταξη,
παράταξη, επιταγή, επίταξη, απόταξη, υποταγή, ταξίδι, ταξιδιώτης, ταγματάρχης,
συνταγματάρχης, αρχισυντάκτης, λιποτάκτης, ταξίαρχος, Ταξιάρχης (κύριο όνομα),
ταξιανθία, ταξιθέτης
ΕΠΙΘΕΤΑ: τακτός, τακτικός,
άτακτος, έκτακτος, προτακτικός, προστακτικός, συντακτικός, ασύντακτος,
συνταγματικός, διατακτικός, κατατακτήριος, παρατακτικός, επιτακτικός,
απότακτος, υποτακτικός, ανυπότακτος
τείνω
Ετυμ.: τεν-
ΡΗΜΑΤΑ: παρατείνω, διατείνω,
εκτείνω, εντείνω, συντείνω, επιτείνω, ανατείνω, προτείνω, κατατείνω,
αντιπροτείνω, αντιτείνω, επεκτείνω, παρεκτείνω, προεκτείνω, υπερτείνω,
υποτείνω, τανίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: τάση, τόνος, ταινία,
τένοντας, παράταση, διάταση, έκταση, ένταση, επίταση, ανάταση, πρόταση,
αντιπρόταση, επέκταση, προέκταση, υπέρταση, υπόταση
ΕΠΙΘΕΤΑ: εντατικός, επεκτάσιμος
τελέω -ῶ
ΡΗΜΑΤΑ: αποτελώ, εκτελώ,
επιτελώ, διατελώ, συντελώ, συναποτελώ, λυσιτελώ (= λύω + τέλος= φόρος,
πληρώνω φόρο = ὠφελώ ¹ βλάπτω)
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: τέλος, τελετή, τελεστής,
τελεστήριο, τέλεση, αποτέλεσμα, εντολή, εκτέλεση, ιδιοτέλεια, ανιδιοτέλεια,
υποτέλεια, πολυτέλεια, ατέλεια
ΕΠΙΘΕΤΑ: τέλειος, ατελής,
αυτοτελής, ευτελής, ημιτελής, λυσιτελής (= ωφέλιμος), ολοτελής, παντελής,
πολυτελής, υποτελής, ιδιοτελής, ανιδιοτελής, υπερπολυτελής
τίθημι (= θέτω, τοποθετώ)
Ετυμ.: θη-,
θε-
ΡΗΜΑΤΑ:
θέτω, αντιθέτω, αποθέτω, εναποθέτω, εκθέτω, επιθέτω, συνθέτω, μεταθέτω,
αναθέτω, συμπαραθέτω, θεσμοθετώ, θεμελιώνω, νομοθετώ, υποθηκεύω, υπερθεματίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: θέμα, απόθεμα, έκθεμα,
επίθεμα, ανάθημα (= αφιέρωμα), θεσμοθέτης, θεμέλιο, νομοθέτης, θέμις (θέμιδα),
θέση, αντίθεση, έκθεση, μετάθεση, νομοθέτημα, υποθήκη, θήκη, αποθήκη,
θεσμοθέτηση, θεμελίωση, θησαυρός, θεματοφύλακας
ΕΠΙΘΕΤΑ: θετός, αντίθετος,
έκθετος, επίθετος, σύνθετος, θεμιτός, θετικός, αντιθετικός, επιθετικός,
αναθετικός
τίκτω (= γεννώ, δημιουργώ)
Ετυμ.: τικ-, τεκ-, τοκ-
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ : τοκετός, τέκτονας, τέχνη, τεχνίτης, τόκος
ΕΠΙΘΕΤΑ : τεχνικός, τεχνητός, πρωτότοκος, απότοκος
τιμάω -ῶ
Ετυμ.: (< τίω = απονέμω τιμή,
εκτιμώ, σέβομαι) τι-, τιμ-
ΡΗΜΑΤΑ: τιμώ, εκτιμώ, διατιμώ, ατιμάζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: τιμή, τίμημα,
τιμητής, εκτιμητής, τιμιότητα, εκτίμηση, διατίμηση, τιμιότητα, ατιμία, ατίμωση
ΕΠΙΘΕΤΑ: εκτιμητός,
τίμιος, τιμαλφής (= πολύτιμος) άτιμος, έντιμος, ατίμητος, ανεκτίμητος
τρέφω
ΡΗΜΑΤΑ: εκτρέφω, αναθρέφω,
διατρέφω,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: τροφή, τρόφιμο,
τρόφιμος, τροφεία (τα), ανατροφή, διατροφή, εκτροφή, θρέμμα
ΕΠΙΘΕΤΑ: ατροφικός, διατροφικός,
τροφικός, θρεπτικός, ευτραφής
τρέχω
ΡΗΜΑΤΑ: ανατρέχω, διατρέχω, κατατρέχω, προτρέχω,
συντρέχω, τροχίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: τροχός, τροχιά, τρέξιμο,
τρόχισμα, τροχαλία, τροχοδρόμηση
ΕΠΙΘΕΤΑ: τροχαίος
τυγχάνω
Ετυμ.: τυχ-, τευχ-
ΡΗΜΑΤΑ: τυχαίνω, ατυχώ, ευτυχώ, δυστυχώ, κακοτυχώ, καλοτυχώ, αποτυγχάνω,
επιτυγχάνω (πετυχαίνω)
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: τύχη, ατυχία, ευτυχία, δυστυχία, κακοτυχία, καλοτυχία, αποτυχία, επιτυχία,
επίτευξη, επίτευγμα, συνέντευξη, εντευκτήριο, τυχοδιώκτης
ΕΠΙΘΕΤΑ: τυχαίος, τυχερός, άτυχος, ατυχής, ευτυχής, δύστυχος, δυστυχής, κακότυχος,
καλότυχος, επιτυχής, τυχοδιωκτικός, τυχάρπαστος
ὕβρις
ΡΗΜΑΤΑ: υβρίζω (βρίζω)
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: υβρεολόγιο, βρισιά (ύβρη), υβριστής, εξύβριση
ΕΠΙΘΕΤΑ: υβριστικός, εξυβριστικός
φαίνω (= φέρνω στο φως, φανερώνω)
Ετυμ.: φα-,
φαν-
ΡΗΜΑΤΑ: φαίνομαι, εμφαίνω, προφαίνω,
αναφαίνομαι, διαφαίνομαι, επιφαίνομαι, αποφαίνομαι, καταφαίνομαι, φανερώνω,
φαντάζω, φαντάζομαι, εμφανίζω, προφασίζομαι, αποφασίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: φανός, φανάρι, φάση, φάσμα, φαινόμενο, φως (< φά-ος),
αφάνεια, θεοφάνεια, έμφαση, έκφανση, πρόφαση, διαφάνεια, επιφάνεια, επίφαση,
απόφαση, απόφανση, φανέρωση, φανέρωμα, φαντασία, φάντασμα, εμφάνιση
ΕΠΙΘΕΤΑ: φανερός, αφανής, άφαντος,
πρωτοφανής, εμφανής, προφανής, διαφανής, διάφανος, επιφανής, καταφανής,
περιφανής, φανταστικός, φαινομενικός, φαιδρός, φαεινός, επιφανειακός,
αποφασιστικός
ΕΠΙΡΡΗΜΑ: αναφανδόν (= φανερά,
απροκάλυπτα)
φεύγω
Ετυμ.: φευγ-, φυγ-
ΡΗΜΑΤΑ: διαφεύγω, καταφεύγω,
αποφεύγω, προσφεύγω, ξεφεύγω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: διαφυγή, καταφυγή,
αποφυγή, προσφυγή, πρόσφυγας
ΕΠΙΘΕΤΑ: προσφυγικός
φέρω
(= φέρω, υποφέρω, παράγω, οδηγώ,
μεταφέρω)
Ετυμ.: φερ-, φορ-, φρ-, φωρ-, φαρ-, ένεκ-, οισ-
θέμα φερ-
ΡΗΜΑΤΑ: φέρω, αναφέρω, εισφέρω,
προσφέρω, περιφέρω, συμφέρω, υποφέρω, καταφέρομαι, παραφέρομαι, συμπεριφέρομαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: φερνή (= προίκα),
φέρετρο, φέρσιμο, φερέφωνο, ανωφέρεια, κατωφέρεια, περιφέρεια
ΕΠΙΘΕΤΑ: φερτός, φερέγγυος,
φέρελπις, φερώνυμος, περιφερειακός
θέμα φορ-
ΡΗΜΑΤΑ: φορώ, μισθοφορώ, καρποφορώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: φόρος, φορά, φόρα, φορέας, φορείο, φόρεμα,
φορεσιά, φόρτος, φορτίο, αμφ(ιφ)ορέας, αναφορά, διαφορά, εισφορά, προσφορά,
πρόσφορο, περιφορά, καταφορά, παράφορα, συμφορά, συμπεριφορά, μισθοφόρο,
καρποφορία, λεωφόρος, λεωφορείο, ανηφόρα, κατηφόρα
ΕΠΙΘΕΤΑ: φορητός, διάφορος,
πρόσφορος, παράφορος, σύμφορος, μισθοφόρος, καρποφόρος, ζωηφόρος, δορυφόρος,
αιμοφόρος
θέμα
φρ-
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ: δίφρος
θέμα
φωρ-
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: φωρ (= κλέφτης), φωριαμός (= κιβώτιο)
ΕΠΙΘΕΤΑ: αυτόφωρος (= αυτός που
φανερώνεται μόνος του / ἐπ' αὐτοφώρῳ = τη στιγμή της ίδιας της πράξης),
κατάφωρος (= προφανής)
θέμα
φαρ-
ΡΗΜΑ:
ισοφαρίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ: φαρέτρα
θέμα
ενεκ-
ΟΥΣΙΑΣΤ1ΚΟ: διένεξη
ΕΠΙΘΕΤΟ: διηνεκής
θέμα:
οἰσ-
ΟΥΣ1ΑΣΤΙΚΟ: οισοφάγος
φημί
ΡΗΜΑΤΑ: αποφασίζω, προφασίζομαι,
διαφημίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: απόφαση, κατάφαση,
πρόφαση, διαφήμιση, αντίφαση
ΕΠΙΘΕΤΑ: διαφημιστικός,
αποφασιστικός, καταφατικός, αντιφατικός
φρήν -ενός (= καρδιά, νους, λογικό, το διάφραγμα)
ΡΗΜΑΤΑ: φρονώ, καταφρονώ, παραφρονώ, περιφρονώ, φροντίζω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: φρόνηση, φρόνημα, φροντίδα, φροντιστής, φροντιστήριο, σχιζοφρενής,
σχιζοφρένεια, φρενοβλαβής, φρεναπάτη, φρενοκομείο, αβροφροσύνη,
ελευθεροφροσύνη, μεγαλοφροσύνη, μετριοφροσύνη, νομιμοφροσύνη, ομοφροσύνη,
σωφροσύνη, εθνικοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, φιλοφροσύνη
ΕΠΙΘΕΤΑ: άφρονας, εχέφρων, ξέφρενος, παράφρονας, σώφρων (< σῶς [=σώος]
+ φρήν), φρόνιμος, φροντιστηριακός, αλλόφρων, έμφρων, ματαιόφρων,
μεγαλόφρων, μετριόφρων, ταπεινόφρων
φύομαι
ΡΗΜΑΤΑ: επιφύομαι, προσφύομαι,
υποφύομαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: φύση, φύτρα, φυή,
πρόσφυση, απόφυση
ΕΠΙΘΕΤΑ: φυσικός, αφύσικος,
αυτοφυής, πολυφυής
χαίρω
ΡΗΜΑΤΑ: χαίρω, χαίρομαι, χαρίζω, ευχαριστώ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: χαρά, χάρη, χάρισμα, αχαριστία, ευχαριστία
ΕΠΙΘΕΤΑ: χαρούμενος, χαρισματικός, αχάριστος, ευχάριστος,
χαριστικός
χάσμα (=
βάραθρο, χασμουρητό)
Ετυμ.: < χάσκω (μτγν. χαίνω = ανοίγω πολύ
το στόμα μου)
ΡΗΜΑΤΑ: χασκογελώ, χασμουριέμαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: χάος, χάσμα, χήνα, χάννος (το ψάρι), χασμωδία,
χασμουρητό
ΕΠΙΘΕΤΑ: χαώδης, χαοτικός
χρήομαι -ῶμαι (= μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ)
Ετυμ.: χρη-, χρα- < χρήω-ῶ
Α (= δανείζω), χρήω -ῶ (= δίνω χρησμό), χρηματίζω (= δίνω
χρησμό), χρή, χρεών ἐστι, χρῄζω (= έχω ανάγκη)
ΡΗΜΑΤΑ: χρηματίζω, χρησιμοποιώ, χρησμοδοτώ, αχρηστεύω.
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: χρήση, χρήμα,
χρηματισμός, χρηματιστήριο, χρηματιστής, χρηστότητα, αχρηστία, χρέος, χρησμός,
χρεώστης
Σημ.:
οι λ. χρώμα, απόχρωση από το ουσ. ὁ χρώς -τός (= δέρμα,
επιδερμίδα)
ΕΠΙΘΕΤΑ: χρηματικός, χρηματιστικός, χρήσιμος, άχρηστος, αχρείος, χρηστός,
εύχρηστος
χειροτονέω, -ῶ (= ψηφίζω με ανάταση του χεριού, εκλέγω)
Ετυμ.: (< χείρ) χερ-, χειρ(ο)-
ΡΗΜΑΤΑ: χειροδικώ, χειρονομώ,
χειροτονώ, χειρουργώ, χειρίζομαι, χειραφετώ, χειραγωγώ, εγχειρίζω, εγχειρώ,
επιχειρώ, μεταχειρίζομαι, διαχειρίζομαι
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: ευχέρεια, δυσχέρεια,
εκεχειρία, προχειρότητα, χειραψία, χειρόγραφο, χειροδικία, χειρονομία,
χειροτονία, χειρουργός, χειρουργείο, χειρολαβή, χειριστής, χειραφέτηση,
χειραγωγός, χειραγώγηση, εγχειρίδιο, εγχείριση, επιχείρηση, επιχείρημα,
μεταχείριση, διαχείριση, διαχειριστής
ΕΠΙΘΕΤΑ: ευχερής, δυσχερής,
πρόχειρος, χειρωνακτικός, διαχειριστικός, επιχειρηματικός
ψηφίζομαι (= αποφασίζω)
Ετυμ.: (< ψῆφος = λιθαράκι / απόφαση) ψαφ-,
ψηφ-
ΡΗΜΑΤΑ: ψηφίζω, καταψηφίζω,
υπερψηφίζω, επιψηφίζω, συμψηφίζω, ισοψηφώ, ψηφοθηρώ, ψηφώ (= δίνω σημασία,
λογαριάζω), αψηφώ (= δε λογαριάζω, περιφρονώ)
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ: ψήφος, ψηφίο, ψηφίδα,
ψήφιση, ψήφισμα, καταψήφιση, υπερψήφιση, επιψήφιση, συμψηφισμός, δημοψήφισμα,
ψηφοδέλτιο, ψηφολέκτης, ψηφοδόχος, ψηφοφόρος, ψηφοφορία, ψηφοθήρας, ψηφοθηρία,
αψηφισιά (= αδιαφορία μπροστά στον κίνδυνο), ισοψηφία
ΕΠΙΘΕΤΑ: διψήφιος, τριψήφιος
κλπ., δίψηφος, ισόψηφος, ψηφιακός, ψηφιδωτό