ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
ΗΘΙΚΑ
ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ
Οι ενότητες των Ηθικών
Νικομαχείων που ανθολογούνται στο σχολικό εγχειρίδιο αφορούν στον
αριστοτελικό ορισμό της αρετής. Κατά τον Αριστοτέλη, ο ορισμός οποιασδήποτε έννοιας
προϋποθέτει (α) την ένταξη της στο προσεχές γένος της, δηλαδή στην αμέσως ευρύτερη
έννοια και (β) τον εντοπισμό της ειδοποιού διαφοράς της, της ιδιότητας εκείνης που
τη διαφοροποιεί από τις υπόλοιπες συγγενικές έννοιες που συμπεριλαμβάνονται στο
ίδιο γένος. Στην περίπτωση της αρετής, το προσεχές γένος στο οποίο εντάσσεται
είναι η γενική έννοια της ἕξεως, ενώ η ειδοποιός διαφορά της από άλλες έξεις
συνίσταται στην έννοια της μεσότητας.
Ενότητα 1
Θέμα των τριών πρώτων ενοτήτων του σχολικού
εγχειριδίου είναι η έξις και η απόδειξη του μη έμφυτου χαρακτήρα της αρετής. Ο
Αριστοτέλης διακρίνει καταρχάς την αρετή σε διανοητική, που αντιστοιχεί στο
καθαρά λόγον ἔχον μέρος της ψυχής, και σε ηθική, που εντοπίζεται στο ἐπιθυμητικόν,
και δίνει τα διακριτικά χαρακτηριστικά και τον τρόπο απόκτησης της καθεμιάς: η
διανοητική αρετή, επειδή συνίσταται σε γνώση, παράγεται και αναπτύσσεται κυρίως με
τη διδασκαλία και γι' αυτό προϋποθέτει τη συσσώρευση εμπειρίας μέσα στο χρόνο· η
ηθική αρετή από την άλλη αποκτάται με τη συνήθεια, αφού στην ουσία της
είναι συνήθεια. Ο Αριστοτέλης προχωρά και στην ετυμολόγηση του επιθέτου ἠθικὸς που
παράγεται από τη λέξη ἔθος, συνήθεια. Η διερεύνηση της ετυμολογίας των
λέξεων αποτελεί συνήθη πρακτική του Αριστοτέλη, καθώς πίστευε πως αποτελεί αφετηρία της
επιστημονικής έρευνας, ακριβώς επειδή μπορεί να αποκαλύψει την ουσία των
πραγμάτων, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του επιθέτου ηθικός.
Από τον ορισμό της ηθικής αρετής ως συνήθειας προκύπτει το συμπέρασμα πως
αυτή δεν
μπορεί να είναι έμφυτη (σε αντίθεση με όσα υποστήριζε η αριστοκρατική ηθική). Ο μη έμφυτος
χαρακτήρας της ηθικής αρετής αποδεικνύεται στη συνέχεια με τέσσερα
επιχειρήματα:
(i) Συγκρίνεται καταρχάς η ηθική
αρετή με τις φυσικές ιδιότητες των όντων. Στην
περιοχή των φυσικών ιδιοτήτων η συνήθεια δεν έχει καμιά επίδραση κι αυτό πιστοποιείται με τα παραδείγματα της πέτρας και
της φωτιάς που δεν είναι δυνατόν με τη συνήθεια να μεταβληθεί η φυσική τάση
τους να πηγαίνουν προς τα κάτω και προς
τα πάνω αντίστοιχα. Από τη στιγμή, επομένως, που η ηθική αρετή είναι συνήθεια δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι και φυσική
ιδιότητα, αφού οι δύο αυτές έννοιες είναι
ασυμβίβαστες. Φανερός είναι ο επαγωγικός χαρακτήρας του συγκεκριμένου επιχειρήματος, όπως και των επόμενων, καθώς ο
Αριστοτέλης από επιμέρους εμπειρικά δεδομένα
προχωρά στη συναγωγή γενικών συμπερασμάτων. Ωστόσο από το γεγονός ότι η ηθική
αρετή δεν είναι έμφυτη στον άνθρωπο, δεν πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι είναι αντίθετη στην ανθρώπινη φύση. Ο Αριστοτέλης
κάνει μια συμβιβαστική πρόταση:
όταν γεννιόμαστε μπορεί να μην φέρουμε μέσα μας έμφυτη την αρετή, αλλά έχουμε την προδιάθεση να την
αποκτήσουμε· την αποκτούμε όμως και τελειοποιούμαστε
σ' αυτήν μέσω της συνήθειας. Προϋποτίθεται, επομένως, η σύμπραξη της φυσικής προδιάθεσης και της συνήθειας,
προκειμένου να πετύχει ο άνθρωπος τον σκοπό
(τέλος) της ύπαρξης του και να καταστεί τέλειος, ολοκληρωμένος.
Το ενδιαφέρον του Αριστοτέλη να
προσδιορίσει το ρόλο της φύσης στην ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου πρέπει στο
σημείο αυτό να θεωρηθεί ως απάντηση στις προγενέστερες τοποθετήσεις των
σοφιστών πάνω στο θέμα, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είχαν καταδικάσει τον νόμο – το φιλοσοφικό ισοδύναμο της
συνήθειας – ως αναστολή και περιορισμό της ανθρώπινης φύσης.
Ενότητα 2
(ii)
Συγκρίνεται η ηθική αρετή με τις έμφυτες ικανότητες του ανθρώπου, όπως οι αισθήσεις. Στην
περίπτωση των αισθήσεων, και γενικότερα των έμφυτων ικανοτήτων, προηγείται η δύναμις και
έπεται η ἐνέργεια, δηλαδή ήδη με τη γέννηση μας κατέχουμε τις αισθήσεις και τη δυνατότητα χρήσης τους και στη συνέχεια
προχωράμε στις αντίστοιχες ενέργειες
αισθητηριακής αντίληψης. Αυτό πιστοποιείται με το παράδειγμα της όρασης, την οποία κατέχουμε εκ γενετής
και δεν την αποκτήσαμε μέσω της επανάληψης. Με τις αρετές όμως συμβαίνει το
ακριβώς αντίθετο: προηγείται η ἐνέργεια και έπεται η δύναμις. Πρώτα
ενεργούμε με ενάρετο τρόπο κι έπειτα μέσω της επανάληψης και της συνήθειας
αποκτούμε τη μόνιμη δυνατότητα για ενάρετες πράξεις, δηλαδή διαμορφώνουμε ενάρετο χαρακτήρα. Από τα παραπάνω είναι
εμφανής η αντίθεση ανάμεσα στις
έμφυτες ανθρώπινες ικανότητες και την ηθική αρετή· η τελευταία, επομένως, δεν
μπορεί να είναι έμφυτη. Μπορεί όμως να παραλληλιστεί η ηθική αρετή με τις τέχνες (τον παραλληλισμό αυτό
είχαν χρησιμοποιήσει προηγουμένως ο
Σωκράτης και ο Πλάτων), γιατί κι αυτές αποκτούνται με την επανάληψη πράξεων και τη συνήθεια: οικοδομώντας αποκτά κανείς την
ικανότητα να χτίζει και γίνεται οικοδόμος και παίζοντας κιθάρα γίνεται κανείς
κιθαριστής. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει
και στην περίπτωση της ηθικής αρετής: μέσω της ηθικής πράξης και της επανάληψης αποκτάται η αντίστοιχη αρετή και διαμορφώνεται
το ήθος.
Ενότητα 3
(iii)
Το τρίτο επιχείρημα στηρίζεται στο έργο του νομοθέτη. Συγκεκριμένα, οι νομοθέτες έχουν ως στόχο να καταστήσουν
τους πολίτες ενάρετους συνηθίζοντας τους να
εφαρμόζουν τους νόμους. Ανάλογα με τον βαθμό που επιτυγχάνουν τους στόχους τους και πραγματώνουν τη θέληση τους, οι
πολιτείες διακρίνονται σε καλές και λιγότερο καλές. Τα παραπάνω αποδεικνύουν
πως η ηθική αρετή δεν μπορεί να είναι έμφυτη,
γιατί σ' αυτή την περίπτωση το έργο των νομοθετών δεν θα είχε κανένα νόημα.
(iv) Παρόμοιο
με το προηγούμενο είναι και το επιχείρημα που στηρίζεται στο έργο του δασκάλου. Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει
καταρχάς πως οι αρετές και οι κακίες
αποκτούνται με τον ίδιο τρόπο, μέσω της επανάληψης πράξεων, όπως παρόμοια διαμορφώνονται οι καλοί και οι κακοί τεχνίτες. Ο
παράγοντας που θα στρέψει κάποιον
προς τη σωστή κατεύθυνση και θα τον αποτρέψει από το κακό είναι ο δάσκαλος. Συνεπώς,
αν η αρετή ήταν έμφυτη τότε όλοι θα ήταν από τη φύση τους αγαθοί ή κακοί, οπότε ο δάσκαλος, και γενικότερα η
παιδεία, δεν θα έπαιζαν κανένα ρόλο. Τα δύο τελευταία επιχειρήματα ενισχύουν επιπλέον τη σύνδεση της ηθικής
αρετής με την ηθική πράξη και τη
συνήθεια, καθώς τόσο ο νομοθέτης όσο και ο δάσκαλος επιχειρούν να κάνουν τους πολίτες και τους μαθητές
ενάρετους συνηθίζοντας τους στην επανάληψη
ενάρετων πράξεων προκειμένου να διαμορφώσουν ανάλογο χαρακτήρα.
Ενότητα 4
Αφού έχει διατυπώσει θεωρητικά τη θέση
του σχετικά με το μη έμφυτο της ηθικής αρετής και την έχει αιτιολογήσει με
επιχειρήματα που τα αντλεί από τον χώρο των φυσικών ιδιοτήτων, τις
"δημιουργικές" τέχνες και τον παιδαγωγικό ρόλο του νομοθέτη και του
δασκάλου, στην ενότητα αυτή ο Αριστοτέλης κάνει για πρώτη φορά άμεση αναφορά
στην ίδια την ηθική αρετή. Ο Αριστοτέλης προσφεύγει και πάλι στα δεδομένα της
εμπειρικής πραγματικότητας για να υποστηρίξει ότι οι άνθρωποι αποκτούν τις
διάφορες ηθικές ιδιότητές τους μέσα από τις ενέργειες ή τις αντιδράσεις τους σε
καταστάσεις της καθημερινής τους πραγματικότητας. Τα παραδείγματα με τα οποία
προσπαθεί να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του αυτό ο Αριστοτέλης προέρχονται από
τον χώρο του επιθυμητικού (τον χώρο δηλαδή του ανθρώπινου ψυχισμού, των
συναισθημάτων και όλων εκείνων των παραγόντων που επηρεάζουν την ανθρώπινη
συμπεριφορά). Σύμφωνα με το πρώτο παράδειγμα του φιλοσόφου, η δικαιοσύνη και η
αδικία είναι αποτελέσματα ανάλογων, δίκαιων ή άδικων, ενεργειών των ανθρώπων στις καθημερινές επαφές τους με
τους συνανθρώπους τους. Αντίστοιχα οι άνθρωποι σε συγκεκριμένα συναισθηματικά ή
ψυχολογικά ερεθίσματα αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο, με αποτέλεσμα σταδιακά ο
καθένας να διαμορφώνει ηθικά κατά μόνιμο τρόπο την προσωπικότητά του. Έτσι
ανάλογα με τις αντιδράσεις τους σε καταστάσεις φόβου άλλοι γίνονται θαρραλέοι
και άλλοι δειλοί ή με τις αντιδράσεις τους σε καταστάσεις έντασης άλλοι
γίνονται νηφάλοι και ψύχραιμοι και άλλοι ευέξαπτοι.
Ως συμπέρασμα των προηγούμενων
παραδειγμάτων ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι οι ἕξεις (= τα μόνιμα
χαρακτηριστικά του ανθρώπινου χαρακτήρα) διαμορφώνονται από την επανάληψη
όμοιων ενεργειών ή αντιδράσεων. Για πρώτη φορά στο σημείο αυτό χρησιμοποιείται
ο όρος ἕξις που αποτελεί και την έννοια του προσεχοῦς γένους για
την ηθική αρετή. Παράλληλα εισάγεται και το πρώτο στοιχείο που χαρακτηρίζει και
εξειδικεύει την έννοια της ἕξεως, που είναι η ποιότητα (τὰς
ἐνεργείας ποιὰς ἀποδιδόναι). Σύμφωνα με το στοιχείο αυτό οι έξεις
κατηγοριοποιούνται σε θετικές έξεις (που ταυτίζονται με τις ηθικές
αρετές), σε αρνητικές έξεις (που ταυτίζονται με τις κακίες) και αδιάφορες
έξεις (συνήθειες δηλαδή χωρίς επίπτωση στον ηθικό χαρακτήρα του ανθρώπου,
π.χ. η συνήθεια να διαβάζει κανείς μόνο τις απογευματινές και όχι τις πρωινές
ώρες). Επίσης διαβαθμίζονται σε ατελείς και τέλειες, ανάλογα με
το αν οι έξεις έχουν εμπεδωθεί και γίνει μόνιμο στοιχείο του ανθρώπινου
χαρακτήρα (τέλειες έξεις) ή εξελίσσονται ακόμη προς αυτήν την κατεύθυνση
(ατελείς έξεις). Ο Αριστοτέλης ήδη από αυτό το σημείο σπεύδει να
υπαινιχθεί τον καταλυτικό ρόλο της παιδείας και της αγωγής στη διαμόρφωση του
ανθρώπινου χαρακτήρα, κάτι που θα αναλύσει στη συνέχεια εκτενέστερα.
Ενότητα
5
Στην ενότητα αυτή ο Αριστοτέλης
συνδέει τις έξεις με τα αποτελέσματα που αυτές προκαλούν και τα αποτελέσματα
αυτά είναι αντίστοιχα προς τον χώρο με τον οποίο σχετίζεται η ηθική αρετή,
δηλαδή το ἐπιθυμητικόν. Τα αποτελέσματα αυτά συνοψίζονται σε δύο
θεμελιώδεις συναισθηματικές καταστάσεις, την κατάσταση της ἡδονῆς (=
ευχαρίστησης) και την κατάσταση της λύπης, καταστάσεις που λειτουργούν
και ως κριτήρια για την επιβεβαίωση της ορθότητας των πράξεων του ανθρώπου που
προσπαθεί να γίνει κάτοχος της αρετής.
Πιο συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης
υποστηρίζει πως αν οι προσπάθειες του ανθρώπου που επιδιώκει την ηθική αρετή
του προκαλούν ευχαρίστηση, τότε επιβεβαιώνουν και την ορθή πορεία του προς την
κατάκτησή της. Αν, αντίθετα, του προκαλούν δυσαρέσκεια ή λύπη, τότε το
συμπέρασμα που μπορεί να προκύψει είναι διπλό: είτε δηλαδή η ηθική ικανοποίηση
που νιώθει ο άνθρωπος που προβαίνει σε ηθικές πράξεις είναι ελάχιστη και άρα
πρέπει να διανύσει ακόμη πολύ δρόμο μέχρι την κατόρθωση του τελικού του στόχου,
την εμπέδωση δηλαδή της ηθικής αρετής· είτε η ηθική ικανοποίηση είναι
ανύπαρκτη, αποτέλεσμα που μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι ενέργειές του
έχουν καταναγκαστικό χαρακτήρα, αποτελούν με άλλα λόγια προϊόν ψυχαναγκασμού
και όχι συνειδητής και ελεύθερης επιλογής. Σ' αυτήν την περίπτωση οι ηθικές
πράξεις, όπως θα τονίσει ο Αριστοτέλης και σε άλλα σημεία του β' βιβλίου, όχι
μόνο δεν σημαίνουν απολύτως τίποτε για την πρόοδο του ανθρώπου προς την ηθική
αρετή, αλλά επιβεβαιώνουν την ύπαρξη στο εσωτερικό του μιας αρνητικής έξης,
δηλαδή μιας κακίας (πρβλ. το παράδειγμα του δειλού ανθρώπου).
Όμως η ικανοποίηση ή η δυσαρέσκεια
είναι συναισθήματα, τα οποία νοηματοδοτούνται από τον παράγοντα της ηθικής
συνείδησης του ανθρώπου. Έτσι αν τα συναισθήματα αυτά έχουν ένα συγκεκριμένο
περιεχόμενο για τον άνθρωπο ο οποίος επιδιώκει την ηθική αρετή, για τον άνθρωπο
ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με αυτή, η ικανοποίηση και η λύπη οφείλονται σε
ενέργειες εντελώς αντίθετες προς την ηθική αρετή. Έτσι ο άνθρωπος πραγματοποιεί
τα φαῦλα, τις ηθικά ευτελείς πράξεις, στην επιδίωξη της ευχαρίστησης,
ενώ απέχει από τις ενάρετες πράξεις για να αποφύγει συναισθήματα λύπης. Γίνεται
λοιπόν φανερό πως τα συναισθήματα αυτά έχουν διπλό περιεχόμενο και λειτουργούν
ως συνάρτηση της ηθικής συνείδησης του ανθρώπου, η οποία με τη σειρά της
διαμορφώνεται από τις αξίες που μεταδίδονται στον άνθρωπο από την παιδική του κιόλας
ηλικία. Ο Αριστοτέλης κάνει στο σημείο αυτό και πάλι έναν υπαινιγμό για την
αξία της ορθής παιδείας, η οποία ορίζεται ως η παιδεία η οποία διαμορφώνει το
νέο άνθρωπο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αυτός να μπορεί να διακρίνει το ηθικά ορθό
από το αντίθετό του και να νιώθει την αντίστοιχη ικανοποίηση από την έμπρακτη
ηθική συμπεριφορά.
Ενότητα 6
Ο Αριστοτέλης συνεχίζει τις διαδοχικές
προσπάθειες του να ορίσει όλο και πιο συγκεκριμένα την έννοια της ηθικής
αρετής. Εδώ εισάγει στη συζήτηση την έννοια του τέλους (= σκοπού), που
αποτελεί βασική αρχή της φιλοσοφίας του. Για να την αποσαφηνίσει, χρησιμοποιεί
αρχικά τα παραδείγματα του ματιού και του αλόγου: υποστηρίζει δηλαδή ότι το
κάθε στοιχείο της φύσης, όπως το μάτι του ανθρώπου ή το άλογο έχει να
επιτελέσει μια συγκεκριμένη λειτουργία (ἔργον). Η αρετή λοιπόν -με την
ευρύτερη έννοια της λέξης- κάθε πράγματος ταυτίζεται με την ορθή πραγματοποίηση
του έργου, δηλαδή της αποστολής που έχει αναλάβει το κάθετί στη φύση. Έτσι το
μάτι π.χ. έχει ως έργο του να πραγματώνει την αίσθηση της όρασης και αυτό εκτός
του ότι από μόνο του είναι εξαιρετικά σημαντικό για την επιβίωση του, οδηγεί
τον άνθρωπο και σε μια βιολογική τελειότητα. Αντίστοιχα το ηθικό τέλος του
ανθρώπου, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι να γίνει ἀγαθός. Στην
επίτευξη αυτού του σκοπού αποφασιστικό ρόλο παίζει η ηθική αρετή η οποία
ορίζεται ως η συνήθεια εκείνη η οποία βοηθά τον άνθρωπο να γίνει ἀγαθός (=
καλός) και να πραγματοποιήσει μ' αυτόν τον τρόπο το ἔργον του, δηλαδή
την αποστολή του.
Ο ορισμός της ηθικής αρετής στον οποίο
προχωρά στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης είναι πρόχειρος και διατυπώνεται με
επιφύλαξη, καθώς παρόλη τη μεγάλη σπουδαιότητα του κριτηρίου που
χρησιμοποιείται, δεν έχει ακόμη απόλυτα ξεκαθαριστεί η έννοια του αγαθού
ανθρώπου που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης για να οριοθετήσει τον σκοπό της
ανθρώπινης ύπαρξης, πράγμα που θα κάνει στη συνέχεια. Ένα προφανές κέρδος,
ωστόσο, από τον πρόχειρο αυτό ορισμό της ηθικής αρετής, είναι ότι με την
αναφορά στον σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης ορίζεται αυτομάτως και το θετικό
περιεχόμενο που έχουν οι έξεις οι οποίες ανήκουν στην κατηγορία των ηθικών
αρετών και αποκτά σαφέστερο νόημα η έννοια της ποιότητας των ενεργειών την
οποία χρησιμοποίησε ο φιλόσοφος προηγουμένως.
Ενότητα 7
Ο Αριστοτέλης επειδή θα θεωρήσει ότι
η αρετή είναι μεσότητα προχωρά πρώτα σε μια γενικότερη διερεύνηση της συγκεκριμένης
έννοιας. Διακρίνει δύο είδη μεσότητας που προσδιορίζονται η πρώτη με κριτήριο το
ίδιο το πράγμα (αντικειμενική μεσότητα) και η δεύτερη με κριτήριο το ανθρώπινο
υποκείμενο (υποκειμενική μεσότητα). Ως αντικειμενική μεσότητα ορίζεται το
σημείο εκείνο που απέχει εξίσου από τα δύο άκρα του αντικειμένου· κατά συνέπεια
το σημείο αυτό είναι ένα και ίδιο για όλους. Η υποκειμενική μεσότητα είναι η
ποσότητα που δεν είναι ούτε ελλιπής ούτε υπερβολική για το κάθε υποκείμενο, γι' αυτό η
συγκεκριμένη μεσότητα δεν είναι μία ούτε ίδια για όλους. Τους παράπάνω ορισμούς εξηγεί
στη συνέχεια ο Αριστοτέλης με παραδείγματα. Για την αντικειμενική μεσότητα
καταφεύγει στη διδασκαλία της αριθμητικής, σύμφωνα με την οποία το έξι είναι το μέσον
ανάμεσα στο δύο και το δέκα, αφού απέχει εξίσου από τα δύο άκρα, κατά τέσσερις
μονάδες. Η υποκειμενική μεσότητα όμως δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τον ίδιο
απόλυτο τρόπο, γιατί κριτήριο της είναι το εκάστοτε υποκείμενο. Έτσι η μέση ποσότητα
φαγητού για τον ολυμπιονίκη Μίλωνα κι έναν αρχάριο στη γυμναστική δεν
μπορεί να είναι η ίδια, για παράδειγμα έξι μνες, αλλά ο γυμναστής θα πρέπει να λάβει
υπόψη του τις υποκειμενικές ανάγκες του καθενός και αναλόγως να προσδιορίσει την
ποσότητα τροφής που δεν θα είναι ούτε ελλιπής ούτε υπερβολική για τον καθένα.
Από
το παραπάνω παράδειγμα του γυμναστή ο Αριστοτέλης οδηγείται επαγωγικά στο
γενικό συμπέρασμα πως κάθε ειδικός αποφεύγει την υπερβολή και την έλλειψη και επιδιώκει τη μεσότητα, και μάλιστα την
υποκειμενική μεσότητα. Παρόμοια και
η ηθική αρετή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα είδος υποκειμενικής μεσότητας, ανάμεσα σε δύο αρνητικές καταστάσεις
υπερβολής και έλλειψης. Έτσι η αρετή της
ανδρείας είναι μεσότητα ανάμεσα στην υπερβολή του θράσους και την έλλειψη της
δειλίας. Η αρετή της γενναιοδωρίας συνιστά επίσης µεσότητα ανάµεσα στην
υπερβολή της σπατάλης και την έλλειψη της τσιγκουνιάς. Σε ορισµένες περιπτώσεις
ο Αριστοτέλης αναφέρει µόνο το άκρο της υπερβολής, όπως στην αρετή της
πραότητας που υπερβολή της αποτελεί ο οργίλος. Η αντίστοιχη έλλειψη θα
προσέγγιζε µια κατάσταση αναισθησίας, δεν αναφέρεται όµως γιατί είναι πιο
σπάνια σε σχέση µε τις άλλες δύο καταστάσεις και γιατί δεν έχει ειδική
ονοµασία.
Ενότητα 8
Ό,τι
είπε προηγουµένως για τους ειδικούς ο Αριστοτέλης το εξηγεί στη συνέχεια µε ένα
παράδειγµα που αφορά στους ειδικούς σε κάποια τέχνη, τους τεχνίτες. Κάθε τέχνη
επιτελεί σωστά το έργο της, όταν επιδιώκει τη µεσότητα, γι' αυτό όταν κρίνουµε
ένα ωραίο έργο τέχνης συνηθίζουµε να λέµε πως σ' αυτό δεν είναι δυνατόν ούτε να
προσθέσει ούτε να αφαιρέσει κανείς κάτι, γιατί τότε θα καταστρεφόταν η οµορφιά
του. Η παραπάνω κρίση πιστοποιεί πως οι καλοί τεχνίτες, όταν εργάζονται,
στοχεύουν στη µεσότητα, γιατί αυτή είναι που διασώζει το ωραίο, ενώ η υπερβολή
και η έλλειψη το καταστρέφουν. Η µεσότητα όµως δεν αποτελεί στόχο µόνο των
τεχνών, αλλά και της ηθικής αρετής, η οποία είναι ανώτερη και ακριβέστερη στα
δηµιουργήµατά της από την τέχνη, ακόµη κι από τη φύση. Το κοινό στοιχείο
ανάµεσα στις τρεις έννοιες (ἀρετή - φύσις -
τέχνη),
µε βάση το οποίο συγκρίνονται, είναι το γεγονός ότι όλες δηµιουργούν κάποια
µορφή. Η αρετή είναι ανώτερη από την τέχνη, γιατί ενώ η τελευταία µορφοποιεί
κάποιο υλικό, η αρετή διαµορφώνει την προσωπικότητα του ανθρώπου. Υπερτερεί
όµως η αρετή και απέναντι στη φύση, γιατί αποτελεί τον σκοπό, το τέλος της
ανθρώπινης φύσης, και στην αριστοτελική φιλοσοφία τα τελικά αίτια έχουν τη
µεγαλύτερη σπουδαιότητα. Τέλος, η φύση είναι ανώτερη από την τέχνη, γιατί η
δεύτερη διαµορφώνοντας το υλικό της µιµείται τις µορφές της πρώτης.
Ο Αριστοτέλης σηµειώνει πως όσα είπε
για τη µεσότητα ως στόχο της αρετής ισχύουν για την ηθική αρετή και όχι για τη
διανοητική, γιατί στην περίπτωση π.χ. της σοφίας δεν µπορούν να εφαρµοστούν οι
έννοιες της µεσότητας, της υπερβολής και της έλλειψης. Η ηθική αρετή όµως αφορά
στα πάθη και τις πράξεις µας, για τα οποία ισχύει η παραπάνω διαβάθµιση.
Ενότητα 9
Αυτό
διευκρινίζεται στη συνέχεια µε παραδείγµατα από την περιοχή των παθών. Όλα τα
πάθη µας, για παράδειγµα ο φόβος, το θάρρος, η επιθυµία, η οργή, η συµπόνια, τα
οποία µπορούν να συνοψιστούν και να δηλωθούν γενικά από τα αντιτιθέµενα πάθη
της ηδονής και της λύπης, µπορούµε να τα αισθανθούµε είτε σε υπερβολική είτε σε
πάρα πολύ χαµηλή ένταση, όµως και οι δύο αυτές αντιδράσεις πρέπει να ενταχθούν
στην περιοχή της κακίας. Το µέσον και
το άριστο (ετυµολογικός συσχετισµός
της ἀρετῆς µε το ἄριστον) θα ήταν να αισθανθούµε τα
συγκεκριµένα πάθη τη στιγµή που πρέπει, απέναντι στα πράγµατα και τους
ανθρώπους που πρέπει, για τους λόγους και µε τον τρόπο που πρέπει. Καθώς τα
προηγούµενα καθίστανται κριτήριο της µεσότητας είναι απαραίτητο να
προσδιοριστεί το περιεχόµενο του "δεῖ". Το "πρέπει" δεν αντλεί το
περιεχόµενό του, για τον Αριστοτέλη, από κάποιον θεϊκό νόµο, ούτε από απόλυτα
κριτήρια, αλλά αντιπροσωπεύει τα κοινωνικά πρότυπα συµπεριφοράς και τις αξίες
που κυριαρχούν σε κάθε κοινωνία και εποχή. Έτσι για τον αρχαίο έλληνα ο τρόπος
µε τον οποίο πρέπει να αισθανθεί τα πάθη του καθορίζεται από το πρότυπο
συµπεριφοράς που υιοθετεί και προτείνει η πόλη του. Εποµένως, το περιεχόµενο
του "πρέπει" δεν είναι ίδιο για όλους, αλλά εξαρτάται από την
κοινωνία στην οποίο ζει ο καθένας και τις αξίες της. Ο Αριστοτέλης, χωρίς να
επιµένει περαιτέρω σε παραδείγµατα, σηµειώνει πως όσα είπε για τα πάθη ισχύουν
και στην περίπτωση των πράξεων. Και στις δύο περιπτώσεις η υπερβολή και η
έλλειψη θεωρούνται σφάλµα και γι' αυτό γίνονται αντικείµενο ψόγου, ενώ
αντιθέτως το µέσο θεωρείται ορθό και γι' αυτό επαινείται. Είναι φανερό ότι η
προσφυγή του Αριστοτέλη στην κρίση των πολλών, όπως δηλώνεται στο σημείο αυτό,
με τα δοξαστικά ρήματα ψέγεται και ἐπαινεῖται, ενισχύει, έστω υπαινικτικά,
την ιδέα της διυποκειμενικής επιβεβαίωσης των ενεργειών του ατόμου που λαμβάνει
χώρα πάντα στο πλαίσιο της πόλεως-κράτους.
Το συμπέρασμα
ότι η ηθική αρετή, που αφορά στις πράξεις και στα πάθη µας, έχει ως στόχο της
να διακρίνονται αυτά από µεσότητα και ότι στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο παρά
ένα είδος µεσότητας, διατυπώνεται πλέον με μεγαλύτερη βεβαιότητα. Ο πλήρης
ωστόσο ορισμός της θα ακολουθήσει παρακάτω.
Ενότητα 10
Στη
συνέχεια ο Αριστοτέλης προσθέτει πως η αποτυχία µπορεί να συµβεί µε πολλούς
τρόπους, ενώ η επιτυχία µε έναν µόνο, όπως γίνεται και στην περίπτωση της
τοξοβολίας που µόνο µία βολή, αυτή που πετυχαίνει το κέντρο, θεωρείται
επιτυχηµένη, ενώ οι άστοχες βολές µπορούν θεωρητικά να καλύπτουν άπειρα σηµεία
του στόχου, γι' αυτό και η επιτυχία είναι δύσκολη, ενώ η αποτυχία εύκολη. Η
συγκεκριµένη άποψη συµφωνεί µε τη θέση των Πυθαγορείων ότι το κακό σχετίζεται
µε το άπειρο, ενώ το καλό µε το πεπερασµένο. Τα προηγούµενα ισχύουν και στην
περίπτωση της αρετής: ενάρετος µπορεί να είναι κανείς µε ένα µόνο τρόπο,
πετυχαίνοντας τη µεσότητα, πράγµα αρκετά δύσκολο, αντιθέτως, η κακία είναι
αρκετά εύκολη, γιατί η υπερβολή και η έλλειψη καλύπτουν ένα ευρύ φάσµα
συµπεριφορών.
Στο
τέλος δίνεται πλέον ο συνοπτικός ορισµός της αρετής µε βάση τις έννοιες της ἕξεως
και
της µεσότητος. Λέγεται καταρχάς πως η αρετή είναι ἕξις
προαιρετική, συνήθεια
που επιλέγεται ελεύθερα από το άτοµο. Η προϋπόθεση της προαίρεσης εµφανίζεται
για πρώτη φορά εδώ στα κείµενά µας, έχει όµως µεγάλη σηµασία, γιατί χωρίς αυτή
δεν µπορεί να υπάρξει ηθική ευθύνη. Ως αναγκαίες προϋποθέσεις για να
χαρακτηριστεί µια πράξη ενάρετη ο Αριστοτέλης θεωρούσε: (α) τη συνείδηση της
πράξης (εἰδὼς) (β) την ύπαρξη
προαίρεσης, ελεύθερης εκλογής (προαιρούµενος) (γ) τη σιγουριά και τη
σταθερότητα στην πραγµατοποίηση της πράξης (βεβαίως καὶ
ἀµετακινήτως). Η αρετή είναι
επίσης µεσότητα υποκειµενική, η οποία ορίζεται µε κριτήριο τη λογική, και
µάλιστα κατά την άποψη του Αριστοτέλη µε κριτήριο τη λογική του φρόνιµου
ανθρώπου. Ως φρόνιµο θεωρεί τον άνθρωπο εκείνον που καταφέρνει να συνδυάζει
όλες τις αρετές, που αποτελούν τις αξίες της κάθε κοινωνίας. Ο φρόνιµος,
εποµένως, άνθρωπος, ο ηθικά σπουδαίος, καθίσταται µέτρο σύγκρισης, σύµφωνα µε
το οποίο πρέπει όλοι οι υπόλοιποι να καθορίζουν και να µετρούν τη συµπεριφορά
τους. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η αρετή ορίζεται ως υποκειµενική µεσότητα
δεν σηµαίνει ότι αυτή προσδιορίζεται αυθαίρετα ανάλογα µε τις προτιµήσεις του
καθενός, αλλά υπάρχει ένα µέτρο σύγκρισης µε βάση το οποίο πρέπει να µετριέται
η συµπεριφορά του καθενός, κι αυτό είναι η λογική του φρόνιµου ανθρώπου, αυτού
που πραγµατώνει το σύνολο των αρετών και των κοινωνικών προτύπων που ισχύουν σε
κάθε κοινωνία. Για τον Αριστοτέλη η ηθική τελείωση του ανθρώπου δεν επιτυγχάνεται
µόνο µε την εξωτερική επιβολή της ενάρετης συµπεριφοράς από τον νόµο, αλλά
πρέπει και εσωτερικά κανείς να αποκτήσει φρόνηση, που θα του επιτρέπει
να βρίσκει το µέτρο στις πράξεις και τα πάθη του.
Παράλληλα µε την αρετή συνοψίζεται και η
περιγραφή της κακίας ως υπερβολής ή έλλειψης απέναντι στη µεσότητα. Η κακία
ξεπερνά ή βρίσκεται πιο κάτω από το δέον, το πρότυπο συµπεριφοράς που κυριαρχεί
σε µια κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου